Monday, June 11, 2012

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ - BASIC CONCEPTS OF THE HELLENIC NATIONAL (Ethnic) RELIGION


Η Ελληνική Εθνική Θρησκεία είναι:

Αυτόχθων: Διότι αυτή διεμορφώθη θεολογικώς και λατρευτικώς «φυσικώ τω τρόπω» μέσα από τις χιλιετίες στον πολύ συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, όπου έζησε και μεγαλούργησε το ελεύθερο Ελληνικό Έθνος, όντας μία ιδιαίτερη και μοναδική Θρησκεία, σύμφυτος με όλα τα στοιχεία της Ελληνικότητος και απολύτως σύμφωνη με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της πατρίδος και μητρίδος γής των Ελλήνων, καθώς και με την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία των ανθρώπων που την κατοίκησαν, δηλαδή των Ελλήνων.

Φυσική: Διότι δεν έχει ιδρυθεί υπό ενός ανθρώπου αλλ’ αντιθέτως η Θεολογία και η Λατρευτική της διεμορφώθησαν «φυσικώ τω τρόπω» και λογικώς, διά μέσου πολλών χιλιετιών συστηματικής παρατηρήσεως του Κόσμου και συνεχούς εξασκήσεως στην εγγύτητα προς τους Θεούς υπό αμετρήτων πνευματικών και καλλιεργημένων ανθρώπων, υψηλοτάτου διανοητικού επιπέδου, αφού άλλωστε εκείνοι και μόνον εκείνοι εθεμελίωσαν και ανέπτυξαν το Ελληνικό πολιτισμικό θαύμα. Ως τέτοια, δηλαδή Φυσική, η Ελληνική Εθνική Θρησκεία εσεβάσθη πάντοτε και εξακολουθεί να σέβεται όλες τις προγενέστερες παραδόσεις, πεποιθήσεις και πρακτικές αυτής, πλην όμως, χωρίς να είναι αιχμάλωτος «ορθοδοξιών» και «ιερών γραφών», παραμένει αυτή δυναμική και εξελισσομένη και ποτέ δεν ευρίσκεται εις αναντιστοιχία προς το εκάστοτε ηθικό, γνωστικό και εν γένει πολιτισμικό περιβάλλον των θρησκευτών της.

Προαιώνια: Διότι η λατρεία αυτής ασκείται από αρχαιοτάτων χρόνων, οι οποίοι χάνονται στην αχλύ της απωτάτης προϊστορίας, έως και σήμερα και συνεπώς είναι αρχαιοτέρα από κάθε άλλη «γνωστή» ή μη γνωστή Θρησκεία της πατρίδος μας.

Οργανική: Διότι αυτή δεν αποτελεί διαχωρισμένη Θρησκεία, ούτε υπηρετείται από επαγγελματικό ιερατείο, αλλά από αρχαιοτάτων χρόνων έως και σήμερον, αποτελεί απλό οργανικό τμήμα της όλης πολιτικής και πολιτισμικής υποστάσεως των κοινοτήτων των Ελλήνων Εθνικών. Η Ελληνική Εθνική Θρησκεία είναι παρούσα στην Φιλοσοφία, την Τέχνη, το Θέατρο, την Μουσική, την Όρχηση ή σε αυτή την ίδια την πολιτική και κοινωνική καθημερινή Πράξη («Έθος»), τα οποία στο σύνολο αποτελούν αυτό που αποκαλούμε Παράδοση.

Πολυθεϊστική: Διότι δέχεται τον φυσικό νόμο της υποχρεωτικής πολλαπλότητος τού Είναι. Ο «αναδυθείς αφ’ εαυτού» Κόσμος αποτελεί την μόνη υπαρκτή πραγματικότητα, το Όντως Ον. Το (όποιο) δημιουργικό αίτιο βρίσκεται εντός του Κόσμου, οι δε Θεοί, όντα και όχι πρόσωπα, αποτελούν αθάνατα οργανικά τμήματα αυτού, με αποστολή τους την διατήρηση της θαυμαστής του ευταξίας.

Ιστορικώς και κοινωνικώς γνωστή: Διότι ως το κυριότερο συστατικό του αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού, είναι με την αρχαία επίσημη πολιτειακή μορφή της, γνωστή σε κάθε πεπαιδευμένο άνθρωπο της γης, το ίδιο και με την σημερινή της μορφή τουλάχιστον σε όλους τους ασχολούμενος με τα πολιτισμικά και θρησκευτικά πράγματα μετά την δημόσια επανεμφάνισή της, ως έχουσα φανερά τα νομιζόμενα («δόγματα») αυτής, καθώς και εκθέτουσα δημοσίως την λατρεία και τα διδάγματα της, για δε την διάδοσή της δεν χρησιμοποιεί μέσα ανελεύθερα και μάλιστα αντίθετα προς το ελεύθερο πνεύμα της ανεξιθρησκίας.

Ζώσα: Διότι παρά τους εξοντωτικούς διωγμούς που υπέστη, με αποτέλεσμα να περάσει σε υποχρεωτικό καθεστώς αφανείας, σε χρονικά σημεία διαφορετικά ανά περιοχή, κυρίως ανάμεσα στον 5ο και τον 10ο αιώνα μετά την απαρχή της χριστιανικής χρονολογήσεως, πάντοτε απέδειξε έκτοτε, αυτήν την διαχρονική και ιστορικώς τεκμηριωμένη συνεχή ύπαρξή της κάθε φορά, που οι γενικότερες συνθήκες επέτρεψαν την δημοσία έκφραση αυτής.

Εθνική: Διότι αναγνωρίζει το δικό της ιδιαίτερο Εθνικό Πάνθεον και το δικό της ιδιαίτερο σώμα κοσμογονικών αφηγήσεων, αντανακλά δε αποκλειστικώς την Κοσμοαντίληψη, τον Τρόπο και την Παράδοση του Έθνους των Ελλήνων από τη απώτατη αρχαιότητα έως την εποχή που αυτό υπέστη διωγμούς από την ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.

(Πηγή: Το Υπόμνημα των Ελλήνων Εθνικών προς την Ελληνική Πολιτεία για την θεσμική αναγνώριση της Ελληνικής Εθνικής Θρησκείας) 





ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ

ΤΟ ΟΝΤΩΣ ΟΝ :


Η πιο σημαντική  έννοια για εμάς τους ‘Ελληνες είναι το «’Όντως Ον», δηλαδή το αληθινό και όλο Ον. (5)

 

Το «’Όντως Ον» είναι αγέννητο και αιώνιο («ουκ έχει αρχήν, ουδέ τελευτήν»), μία  δεδομένη και άφθαρτη ολότητα που απλώς φιλοξενεί μέσα της μία ατελείωτη αλλαγή μορφών και καταστάσεων.

 

 

 

Το «’Όντως Ον» είναι μοναδικό, ομοιογενές, ακίνητο, άπειρο και τέλειο. Τα δύο τελευταία χαρακτηριστικά του δεν έρχονται σε σύγκρουση με το ότι αυτό είναι ποσοτικά δεδομένο και εξελισσόμενο στο εσωτερικό του. Το «’Όντως Ον» αποτελεί αξιωματικός την εκάστοτε εικόνα της  απειροσύνης και τελειότητας, αφού τίποτε δεν υπάρχει έξω από αυτό ώστε, συγκρινόμενο, να κριθεί «πεπερασμένο» και ατελές».

 

 

 

Εξαιτίας του ότι τίποτε δεν υπάρχει έξω από το «’Όντως Ον» αυτό, επίσης αξιωματικός, ταυτίζεται με  την Θεότητα. Εδώ εμείς οι ‘Ελληνες διαφέρουμε από τις λεγόμενες «αβρααμικές» θρησκείες (δηλαδή τον Ιουδαϊσμό, τον Χριστιανισμό και τον Ισλαμισμό), που θέλουν τον δικό τους υποτιθέμενο Θεό πριν και έξω (6) από το αληθινό και όλο Ον, το οποίο προσπαθούν βέβηλα να υποβιβάσουν σε «κτίσμα» και «πλάση».

 

Κάθε τι που υπάρχει (7)  ή υφίσταται (7),  βρίσκεται μέσα στο «’Όντως Ον» και μοιράζεται την δική του σταθερή και αναλλοίωτη Ουσία (9).

{ (5) Η λέξη << ον >> είναι η ουδετέρου γένους μετοχή του ρήματος << ειμί >> , δηλαδή << είμαι >>.
<< Ον >> είναι κάθε τι που << είναι >>.

(6) Για τους << αβρααμιστές >> η << μονοθεϊστές >>, ο Θεός υποτίθεται ότι προϋπήρξε του σύμπαντος, το οποίο μάλιστα δημιούργησε από το μηδέν. Για εμάς αντίθετα, τίποτε δεν μπορεί να παραχθεί εκ του μηδενός ( << ουδέν εξ ουδενός >>, << exnihilo nihil >> ).

(7)  'Εχει δηλαδή ύπαρξη ( << υπό >> και << άρχω >> ), την οποία αντλεί από ανώτερη πηγή η δημιουργική Αρχή. Αξιωματικός, η κάθε ύπαρξη έπεται και υπολείπεται της δημιουργικής Αρχής της.

(8) 'Εχει δηλαδή υπόσταση, δηλαδή υποστήριγμα για να εκδηλωθεί ( << υπό >> και << στάσις >>). Η υπόσταση το τοποθετεί συνεπώς έξω και κάτω από μία ανώτερη πηγή η δημιουργική Αρχή. Αξιωματικώς, η κάθε υπόσταση υπολείπεται της δημιουργικής Αρχής της.

(9) << Ουσία >> είναι αυτό που απαρτίζει και και καθορίζει το << ον >>. Ως λέξη προέρχεται από την θηλυκού γένους μετοχή << ούσα >> του ρήματος  << Ειμί >>.} 








Ο ΚΟΣΜΟΣ

‘Οσα τμήματα του όλου ‘Όντος διέπονται από ευταξία αποτελούν τον εκάστοτε «Κόσμο» (τα ελάχιστα υπόλοιπα αποτελούν τον «Τάρταρο», αμόρριζο του όρου «ταραχή», ο οποίος ωραία μυθολογείται ως «αδελφός» του «Κόσμου» με κοινό πατέρα το «Χάος», δηλαδή την Ουσία που έχει ακόμα ακαθόριστες τις ποιότητες της).

 

 

 

Εμείς οι ‘Ελληνες ορίζουμε τον «Κόσμο» ως τμήμα του απείρου ‘Όντος που έχει αποκτήσει αρμονία και  ομορφιά («άπειρον δια ταγμένο και κοσμημένο»). «Κόσμος» στην αρχαιοελληνική γλώσσα σημαίνει κόσμημα, στολίδι. ‘Όπως ακριβώς και το «’Όντως Ον», ο «Κόσμος» είναι άφθαρτος και αγέννητος (10), έχει σχεδιάσει ο ίδιος την εσωτερική του τάξη και αποτελεί ένα λογικά οργανωμένο σύνολο. ‘Όπως και το «’Όντως Ον» έτσι και ο «Κόσμος» δεν είναι «πρόσωπο» αλλά πρώτος μερισμός του όλη ‘Όντος (12).

 

 

 

Για εμάς τους ‘Ελληνες, ο «Κόσμος» είναι στο σύνολό του ζωντανός και υλικός (ζώσα ύλη)  και αποτελείται από δύο επίπεδα ζωής που διαφέρουν μόνον στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της κοινής Ουσίας. Το ένα  επίπεδο είναι ο άδηλος κόσμος της αφθαρσίας (δηλαδή των αθανάτων πραγμάτων που δεν έχουν αποκοπεί από το δημιουργικό  «‘Αίτιο» και χαρακτηρίζονται από αθανασία, απεραντοσύνη και γνώση) και το άλλο ο φανερωμένος κόσμος της φθαρτότητας (με όντα που έχουν αποκοπεί από το δημιουργικό  «Αίτιο» και χαρακτηρίζονται από θνητότητα, όψη και πεπερασμένη ή μηδενική γνώση).

{(10) Δεν << γεννήθηκε >>, ούτε << δημιουργήθηκα  >> από κανέναν και ποτέ, αλλά η κάθε μορφή του έχει αναδυθεί μέσα από την προγενέστερή της. Ο << Κόσμος >> συνεπώς για εμάς τους 'Ελληνες << ανεδύθη αφ' εαυτού >>.

(12) Ως << πρόσωπο >>  ορίζεται κάθε εφήμερα αυτοσυνείδητο ον που εξαιτίας της περιορισμένης φύσης του (διαθέτει πρωτίστως << όψη >>, γι'αυτό και ετυμολογείται από την πρόθεση << προς >> και το ουσιαστικό <<ωψ >>, δηλαδή οφθαλμός ) παρασύρεται στο ν'αντιλαμβάνεται το 'Ολον ως μία << εξωτερική >> γτου και αλλότρια πραγματικότητα.}



 

 

ΟΙ ΘΕΟΊ

 

Οι Θεοί έχουν αναδυθεί από το όλο Ον με απλή πλήθυνση του εαυτού του σε επιμέρους οντότητες (13), γι’ αυτό και διατηρούν όλες του τις ιδιότητες, δηλαδή αθανασία, απεραντοσύνη και γνώση. ‘Έργο των Θεών είναι η εγκαθίδρυση και διατήρηση της συνοχής  και ευταξίας του εκάστοτε «Κόσμου». (14)

 

Οι αληθινοί, φυσικοί Θεοί είναι λοιπόν τέλεια και ταξιθετικά όντα που κατέχουν την αθανασία και την γνώση και διαποτίζουν απρόσκοπα όλον τον κόσμο, επιδρώντας επάνω του. Υποκείμενοι στη νομοτέλεια του κόσμου και πιστά υπηρετούντες τους νόμους του, οι Θεοί συμμετέχουν στην αειγενεσία, δηλαδή στην συνεχή σύνθεση και αποσύνθεση των μορφών.

 

Ως προς την φύση τους, οι αληθινοί, φυσικοί Θεοί είναι τέλειοι, αγαθοί, αθάνατοι, αμετάβλητοι, άπειροι, δίκαιοι, πάνσοφοι, αιώνιοι, απρόσωποι, άνευ γένους, (15) συνεκτικοί, αιθέριοι στην ύλη τους και ικανοί να διαπερνούν την υπόλοιπη ύλη.

 

Αυτονόητο είναι ότι αυτοί οι πραγματικοί, φυσικοί Θεοί, δεν «αποσύρονται», δεν «συνενώνονται σε ένα πρόσωπο», δεν «αντικαθίστανται», δεν «παύουν να υπάρχουν», ούτε και «νικώνται», σύμφωνα με τις ορέξεις ή τις προσδοκίες ασεβών θνητών ή οργανωμένων συστημάτων ασεβείας.


{ (13) Αποτελούν δηλαδή << πεπληθυσμένον Εν >>.
(14) Ως << θετήρας και ποιητάς των γινομένων >> τους ορίζει εύστοχα ο Κορνούτος,  ο δε Ηρόδοτος γράφει ότι προσονομάζονται << Θεοί >>  από του τοιούτου, ότι κόσμωι θέντςε τα πάντα πράγματα και πάσας νομάς είχον >>.
(15) Οι Θεοί απέχουν από την φύση των θνητών όντων, πρωτίστως γιατί κανδείς Θεός δεν μπορεί να διαχωριστεί από την << Πρώτη Αιτία >> (δηλαδή από την πρωταρχική Θεότητα που ταυτίζεται με το << 'Οντως Ον >> και αποτελεί την υποκινήτρια του σύμπαντος). Ο Σαλλούστιος γράφει επί λέξει ότι << κάθε Θεός είναι αγαθός, δίχως πάθη, και δεν υφίσταται μεταβολές. Είναι αδημιούργητος, και δεν περέρχεται σε σώμα η στον (τρισδιάστατο) χώρο, δεν διαχωρίζεται δε από την Πρώτη Αιτία ούτε από τους άλλους Θεούς (όπως και οι Νοήσεις δεν διαχωρίζονται από το Νου) >>. 



ΤΑ ΘΝΗΤΑ ΟΝΤΑ

 

Κάθε ζωντανό ον, δηλαδή κάθε τι που υπάρχει στον φανερωμένο κόσμο της φθαρτότητας, (16) έχει σωματικά γεννηθεί. Το σώμα του δηλαδή έχει μία χρινική αφετηρίς άρα και  ένα  χρονικό τέλος, είναι συνεπώς φθαρτό και θνητό. (17)

 

Οι ιδιότητες της φθαρτότητας και της θνητότητας είναι άσχετες προς την ταχύτητα με την οποία εκδηλώνονται. ‘Άνθρωποι, ζώα, φυτά και πέτρες είναι μηδενός εξαιρουμένου φθαρτά ως προς το σώμα τους και άρα θνητά. 

 

Ο θάνατος, για τον οποίο μιλάμε παρακάτω, διαλύει και διοχετεύει την σωματική  ύλη τους προς σύνθεση νέων μορφών και παράλληλα αποδίδει στα Αθάνατα την επίσης υλική ψυχική τους ποσότητα.

{ (16) Αντίθετα από αυτό που πιστεύουν οι λεγόμενες << αβρααμικές >> η << μονοθεϊστές >> θρησκείες και οι επιστημονικοφανείς σύγχρονοι κοσμικοί τους διάδοχοι, κάθε τι είναι υλικό και έμψυχο.
(17) Από το ρήμα << θνήσκω >> , δηλαδή πεθαίνω.

 

 

 

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, είναι ο θεματοφύλακας των πάντων ΣΤΗ ΓΗ

 

 

Ο  άνθρωπος (18) είναι ένα βιολογικό είδος που συνδέεται ισχνά αλλά αμερότερα με την Θεότητα λόγω του ότι η Φύση έχει ενεργοποιήσει στον εγκέφαλό του τον Λόγο, καθιστώντας τον έτσι το μοναδικό από τα θνητά όντα που είναι ικανό για λογική και ασφαλή γνώση («μόνον των όντων επιστήμης της κατά λόγους δεκτικόν» κατά τον Σπεύσιππο).

 

Ως εν-λόγο ον, ο άνθρωπος διαφοροποιείται από τα άλλα «πρωτεύοντα» βιολογικά είδη που κοινωνικοποιούνται βάσει των φυσικών νόμων στο ότι αυτός δημιουργεί σύνθετες κοινωνικές συλλογικότητες (από οικογένειες έως έθνη) και θετό δίκαιο και θεσμούς. (19)  Επίσης ως εν-λόγο ον, ο άνθρωπος δείχνει διαρκή περιέργεια στο να εξερευνήσει και να κατανοήσει το είδος του και το περιβάλλον του, αλλά και κατασκευάζει και εφευρίσκει αδιάκοπα (20) , αναπτύσσοντας ολοένα και πιο εξελιγμένα εργαλεία και δεξιότητες. Ο άνθρωπος παράγει λοιπόν δίκαιο, πολιτισμό και τεχνολογία.

 

Η μεγαλύτερη κατάκτηση της Ελληνικής Θρησκείας και διαχρονικό δώρο προς την ανθρωπότητα είναι ο «Ανθρωπισμός», δηλαδή το σέβας  προς την ανθρώπινη  υπόσταση. Για εμάς τους ‘Ελληνες, ο άνθρωπος αποτελεί μία αυταξία (21), όλοι δε οι άνθρωποι θεωρούνται συγγενείς λόγο της κοινής τους έλλογης φύσης. (22) Με την Θεότητα συνδέονται ωστόσο μόνον όσοι άνθρωποι ενεργοποιούν ηθικά την έλλογη φύση τους μέσω της Αρετής.


{ (18) Εκ του << ανήρ >> και << ωψ >> (όψις).
(19) Καθίσταται έτσι ο άνθρωπος ένα << πολιτικό ον >>.
(20) Είτε για δημιουργικούς σκοπούς είτε για καταστροφικούς. Ο χαρακτήρας κάθε ανθρώπινης δημιουργίας καθορίζεται από την αγαθή προαίρεση και την Αρετή (για την οποία κάνουμε λόγο παρακάτω) η τα αντίθετά τους.
(22) Ως << κοινής νοεράς  φύσεως μάτοχοι >> κατά την διατύπωση του Μάρκου Αυρήλιου.} 


 

Στην Ελληνική παράδοση, αν σεβόμαστε και  εκτιμάμε  τον εαυτό μας  δεν θα σκεφτούμε  ποτέ να βλάψουμε  τον συνάνθρωπο μας. 

Aν σε περίπτωση που βλάψουμε  κάποιον άθελά μας η επίτηδες , ΠPEΠEI ΠPΩTA NA κατανοήσουμε  το λάθος μας  για να έρθει κι αληθινή μεταμέλεια για να μπορούμε να μεταμορφωθούμε  σε KAΛYTEPO KI ΑΝΏΤΕΡΟ ΆΝΘΡΩΠΟ ....

'Όταν διαπράττουμε μια παράβαση η αδικία σε βάρος άλλων, ο μόνος τρόπος για να εξιλεωθούμε για την αδικία μας είναι πρώτα απ 'όλα να ζητήσουμε συγνώμη από αυτούς που έχουμε αδικήσει και να αναζητήσουμε τη συγχώρεση τους, 
επίσης πρέπει να αποζημιώσουμε εκείνους που έχουμε αδικήσει.

 

Δεύτερον πρέπει να δώσουμε όρκο στους Θεούς ότι ποτέ δεν θα διαπράξουμε την παράβασιν αυτήν σε άλλους, ποτέ δεν θα επαναλάβουμε αυτή την ΑΔΙΚΊΑ ή να διαπράξουμε άλλες παραβάσεις εις βάρος κανενός.

 

Στη συνέχεια, για να μπορέσουμε να επισκευάσουμε οποιαδήποτε ζημιά οι ενέργειές μας έχουν προκαλέσει , πρέπει να επιδιώξουμε να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, για τους εαυτούς μας καλύτεροι ως άτομο και ανθρώπινο ον, και να να επιδιώξουμε την τελειότητα και την αρετή στην καθημερινή μας ζωή.

Να κάνουμε καλές πράξεις στην κοινωνία και κοινότητά μας για το καλό των άλλων.

Να γίνουμε καλή φιλάνθρωποι με έναν τρόπο που θα είναι προς όφελος όλων στην κοινωνία και κοινότητά μας που χρειάζονται τη μεγαλύτερη βοήθεια.

Δεν γεννιόμαστε τέλειοι, αλλά έχουμε ιερό καθήκον να επιδιώξουμε την τελειότητα και την αρετή.




Η ΖΩΗ

 

Κάθε  όν στον άδηλο κόσμο της αφθαρσίας, από το ίδιο το «’Όντως Ον» έως τις πάμπολλες  πληυύνσεις του (Θεοί, κ.λ.π.), είναι αθάνατο, άρα αιώνια ζωντανό. Από την άλλη, κάθε ον του φανερωμένου κόσμου της φθαρτότητας, από τα πιο μεγάλα έως τα πιο μικρά, από τα ορατά έως τα μη ορατά από το ανθρώπινο μάτι, συμμετέχει μέσα από τον ατομικό βίο του στο εκεί φαινόμενο της ζωής. Ζωή στο επίπεδο του φανερωμένου κόσμου είναι συνεπώς το σύνολο των εντός αυτού βιοφυσιολογικών εκδηλώσεων.

Η ζωή στο επίπεδο του φανερωμένου κόσμου στηρίζεται αποκλειστικά επάνω σε νόμους που έχει θέσει η Φύση, (23) αναρίθμητους άκαμπτους, απαραβίαστους νόμους που παράλληλα έχουν με λεπτή ακρίβεια ρυθμιστεί. Αδιάκοπη ενέργεια της Φύσης είναι η μέσω των άκαμπτων νόμων της γέννηση, αύξηση, υποστήριξη και επαναδιάλυση (θάνατος) των επιμέρους θνητών όντων.

{ (23) << Φύσις, από το ρήμα << φύω >>, δηλαδή αναπτύσσω, παράγω, γεννώ. << Φύσις >> είναι η ουσίωση  του 'Ολου 'Οντως μέσω του δυναμικού συνόλου όλων των επιμέρους θνητών όντων, το αυτο - εκπτυσσόμενο, αυτο - αναδυόμενο σύμπαν. Μέσα από αυτήν της την ελληνική σύλληψη, η ... <<Φύσις >> σχεδόν ταυτίζεται με το << Είναι >>. 



Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΖΩΗΣ

 

Σκοπός («τέλος») του βίου των επιμέρους ότων είναι η διατήρηση και περαιτέρω τελειοποίση του όλου ‘Οντος. Ο όρος «τέλος» σημαίνει ολοκλήρωση, σκοπός, τελείωση, εκπλήρωση, έκβαση. (24)

Κατ’ εξαίρεση, σκοπός του βίου του έλλογου όντος (άνθρωπος) είναι η επιμέρους τελειοποίησή του («τελείωσις») με εργαλείο την ισχνή αλλά άμεση εγγύτητα του προς την Θεότητα μέσα του Λόγου.

Για εμάς τους ‘Ελληνες, σκοπός του έλλογου όντος είναι να ατενίζει  την αλήθεια και ευταξία του «Κόσμου», να τις κατανοεί και να συντελεί σε αυτές (25) μέσω της αγαθοπραξίας, όσο του επιτρέπει η θνητή, περιορισμένη φύση του. Αποτέλεσμα αυτού του έργου είναι η εξομοίωση με τους Θεούς, η ηθική λαμπρότητα και η τελειοποίηση της δικής μας φύσης μέσω ενός τέλειου βίου. (26)

Ο Σωκράτης είχε πει ότι σε όλα  του τα σημεία ο ανθρώπινος βίος πρέπει να μιμείται την ομορφιά και τελειότητα των αριστουργημάτων («του βίου καθάπερ αγάλματος πάντα τα μέρη καλά είναιδει»).

{ (24) Η λέξη << τελετή >> προέρχεται από την ΄δια ρίζα.
(25) << Θεωρούντες την των όλων αλήθειαν και τάξιν και συγκατασκευάζοντες  αυτάς κατά το δυνατόν>>.
(26) Κάποιοι από εμάς πιστεύουν επιπροσθέτως ότι η τελειοποίηση << απελευθερώνει την διεπόμενη πλέον από <<προσωπικά >> στοιχεία ψυχική ποσότητα  από τους κύκλους της σωματικότητας }

 

 

Η ΑΡΕΤΗ

 

Το εργαλείο για την ανθρώπινη τελειότητα και ομοίωση προς τους Θεούς είναι η Αρετή, (27) δηλαδή η συνειδητή και έμπρακτη τελειότητα και υπεροχή. Αυτή η συνειδητή και έμπρακτη τελειότητα και υπεροχή επιτυγχάνεται όταν οι ιδιότητες των Θεών, που έχουν προηγουμένως κατανοηθεί από τον άνθρωπο, μεταφερθούν ως αξίες και ηθικά πρότυπα μέσα στον ανθρώπινο βίο προς διαρκή εφαρμογή. (28)

Ο φιλόσοφος του 15ου αιώνα Γεώργιος Γεμιστός-Πλήθων, στον οποίο χρωστά πολλά η Ελληνική Εθνική Θρησκεία για την επιβίωσή της μέχρι και σήμερα, έχει δώσει έναν πολύ καλό ορισμό της Αρετής με τα ακόλουθα λόγια: «Αρετή είναι η έξη μέσω της οποίας γινόμαστε αγαθοί. Αγαθό βεβαίως είναι στην πραγματικότητα μόνον  το Θείον, οι δε άνθρωποι γινόμαστε αγαθοί με το να το μιμούμαστε στα πλαίσια των ανθρώπινων δυνατοτήτων μας».


{ (27) Από το ρήμα <<
άρω >> (ριζικού τύπου του << αραρίσκω >>, δηλαδή αρμόζω, ταιριάζω, ενώνω, στερεώνω) με ρίζα την << αρ - >., από την οποία παράγονται οι λέξεις, άρθρον, αριθμός, αρμός, αρμόζω, αρμονία, κ.α.
(28) Μερικές μόνον από τις δεκάδες Αρετές του αξιακού συστήματος των Ελλήνων είναι η Δικαιοσύνη, η Φιλότης, η Εγκράτεια, η Φρόνηση, η Ανδρεία, η Μεγαλοδωρία, η Ευσέβεια, η Αγχίνοια, η Σωφροσύνη, η Ειλικρίνεια, η Χρηστότης, η Φιλοπονία και η Μεγαλοψυχία.}




Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Το κάθε τι στον φανερωμένο κόσμο της φθαρτότητας είναι επιμερισμένη σωματικότητα και ψυχική ύλη, όπως ακριβώς στον άδηλο κόσμο της αφθαρσίας το κάθε τι είναι επιμερισμένη Θεότητα. Εμείς οι ‘Ελληνες αντιμετωπίζουμε γαλήνια τον θάνατο ως έναν από τους πολλούς φυσικούς νόμους αυτού ακριβώς του φανερωμένου κόσμου της φθαρτότητας. Ο θάνατος υπηρετεί την εξέλιξη, ανανεώνοντας αδιάκοπα τις μορφές της φανερωμένης ζωής.

Μόνον οι αδαείς αγωνιούν για το εάν ή όχι θα απολέσουν το πρόσκαιρο όσο και ασήμαντο σύμπλεγμα χαρακτηριστικών προσωπικότητας που εκλαμβάνουν λανθασμένα ως «εαυτό». Σε συμπαντικό επίπεδο, η «απώλεια», η «ανυπαρξία» και όλοι οι ανάλογοι όροι, στερούνται νοήματος, αφού τίποτε μέσα στο Ον δεν μπορεί να «απωλεσθεί». Καμία απολύτως «απώλεια» δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα σε ένα δεδομένο και άφθαρτο σύνολο, το οποίο απλώς φιλοξενεί μέσα του μία ατελείωτη αλλαγή μορφών και καταστάσεων.

 

Ο θάνατος διακόπτει απλώς έναν «βίο», διοχετεύει σε νέα χρήση την σωματικότητα και επιστρέφει στα Αθάνατα την ψυχική ύλη, (29) ενώ η συνείδηση του όλου ‘Όντος εμπλουτίζεται με την ανάμνηση μιας ακόμα βιογραφίας. Αυτό που ζει στον ‘Αδη των Ελλήνων δεν είναι η πραγματική ψυχή των τεθνεώτων, αλλά η «σκιά» της βιογραφίας τους, μία αποθήκευση στην συνείδηση του «’Οντως ‘Οντος», η οποία ανακαλείται μόνον όταν υπάρξει, από όμοια «εν ζωή»όντα, μία μνημόνευση με απόδοση τιμών ή με τελετή.

{ (29) Για να τονίσει ακριβώς την απλότητα αυτής της διαδικασίας, η εμπνευσμένη μυθολογία του έθνους μας παρουσιάζει τον θάνατο ως << αδελφό >> του 'Υπνου. Ο ύπνο, απαραίτητος για την συνέχιση κάθε σωματικής ζωής, είναι ένας σύντομος εφήμερος <<θάνατος >>, στην διάρκεια του οποίου  χάνεται πρόσκαιρα η φυσική εγρήγορση του όντος για να μπορέσει η σωματικότητα ν'αναπαυθεί και η ψυχική ύλη να δυναμώσει ξανά, επανασυνδεόμενη με την πηγή της.}




 

Η ΨΥΧΗ

Ψυχή (30) είναι η αόρατη αιτία των βιοφυσιολογικών εκδηλώσεων,ή, με διαφορετικά λόγια, το  αιθέριο συνεκτικό στοιχείο των όντων του «φανερωμένου» κόσμου. Για εμάς η ψυχή είναι αθάνατη, συμπαντική και δεν υπάρχει περί αυτής καμία απολύτως εκκρεμότητα για το εάν ή όχι θα...... «σωθεί».

 

«Φανερωμένη» απλώς στον κόσμο της φθαρτότητας με το να «ζωντανεύει» την βαριά ύλη των θνητών όντων, περνάει μετά τον βιολογικό «θάνατο» τους στην αφάνεια, επιστρέφοντας στα Αθάνατα έως ότου «φανερωθεί» ξανά και ξανά, αιώνια, για την διαιώνιση της ζωής αλλά και την ολοένα και μεγαλύτερη τελειοποίηση του όλου Όλου Όντος.

 

Κάθε επιμέρους ον («πρόσωπο») του φανερωμένου κόσμου της φθαρτότητας, περιέχει μεγάλη ή μικρή, ισχυρή ή ισχνή, ποσότητα του κόσμου της αφθαρσίας. Όπως ήδη ειπώθηκε, η ολοένα και μεγαλύτερη τελειοποίηση του όλου Όντος εξυπηρετείται μέσω της τελειοποίησης των επιμέρους ψυχικών ποσοτήτων. Κάποιοι από εμάς πιστεύουν επιπροσθέτως ότι εντός των ελλόγων όντων η ψυχική ποσότητα αποκτά «προσωπικά» στοιχεία τα οποία διατηρεί όταν επιστρέφει στο επίπεδο των αφθάρτων.


{ (30) Από το ρήμα <<ψύχω >>, δηλαδή πνέω ελαφρά.}

 

 


(Εμείς δεν πιστεύουμε στον Ιουδαϊσμό καθώς και τα δύο παιδιά του, δηλαδή «Χριστιανισμό» και «Ισλάμ» ότι μετά θανάτου θα βρεθούμε ενώπιον ενός παντοδύναμο Θεό για να κρίνει, και να αποφασίσει αν θα πάμε στο "ΠΑΡΆΔΕΙΣΟ" ή θα είμαστε καταδικασμένοι σε μια αιώνια καύση στη "Κόλαση »).

Ελληνική Εθνική Θρησκεία και Τιμή


‘Εκ των υπαρχόντων αεί τα
κάλλιστα πράττειν!



Με βάση τα υπάρχοντα να πράττετε
πάντοτε τα κάλλιστα!



Πολλές φορές δυσανασχετούμε και γκρινιάζουμε γι’ << αυτά που μας λείπουν >>, παραγνωρίζοντας η ξεχνώντας εντελώς –μέσα την πραγματική η νομιζόμενη κακοτυχία μας- << αυτά που μας βρίσκονται >>, δηλαδή, τα υπαρχοντα!


Οι άνθρωποι, συνήθως, αναζητούν την ευτυχία, πράγμα που σημαίνει ότι αναζητούν το ΕΥ σε κάτι που απο την φύσι του είναι άστατο και ανατρεπτικό, στην ΤΥΧΗ! ‘Ενώ θα έπρεπε να αναζητούν το ΕΥ σε κάτι πιο σταθερό και βέβαιο, κι αυτό είναι το Ήθος η ο εντός μας Δαίμων.


Θα πρέπει, λοιπόν, να αναζητούμε την ΕΥ – ΔΑΙΜΟΝΙΑ και όχι να εξατώμαστε από το ΕΥ η ΔΥΣ της όπιοας ΤΥΧΗΣ ! Και όχι μόνον αυτό, αλλά και σε κάθε ματαβολή της τύχης να διατηρούμε την αξιοπρέπειά μας: << πάσας τας τύχας ευσχημόνως φέρειν >> !


‘Οπως μας συμβουλεύει ο ‘Αριστοτέλης, στα << ’Ηθικά Νικομάχεια >> -ένα εξαίρετο έργο του .


<< Τον γάρ ως αληθώς αγαθόν και έμφρονα
πάσς οιόμεθα τας τύχας εύσχημόνως φέρειν
και εκ των υπαρχόντων αεί τα κάλλιστα πράττειν ! >>



Αυτός βέβαια που είναι αληθινά αγαθός και έμφρων,
ό,τι και να του συμβεί, θεωρούμε ότι το φέρει αξιοπρεπώς
και με βάση τα υπάρχοντα τα διαθέσιμα, αυτά που του βρίσκονται)
θα πράττει πάντοτε τα κάλλιστα!

‘Ερρωσθε και Εύδαιμονείτε !


.........................................................................................................................


Η καταδίκη της δεισιδαιμονίας από την αρχαία Ελληνική Σκέψη

και η αναβίωσή της από τους Ρωμιούς.

Στέφανος Μυτιληναίος

Σύμφωνα με αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους τα εξής τρία κοι­νωνικά φαινόμενα, α) η ειδωλολατρία, β) η φυσεοφοβία (πα­γανισμός) και γ) η μαγεία αποτελούσαν μέρη της πνευματικής μάστιγας πού (ονομαζόταν γενικά δεισιδαιμονία. Ειδικά ή δεισιδαιμονία ήταν διαδεδομένη ανάμεσα στους απαίδευτους ανθρώπους ανεξάρτητα κοινωνικής τάξης και οικονομικής επιφάνειας, κυρίως στους Ανατολικούς λαούς (Αιγυπτίους, Φοίνικες κ.λπ.). Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σήμερα.

Ο Πλούταρχος λέει σχετικά με όσους θεοποιούν από τον φό6ο του αγνώ­στου τις δυνάμεις της φύσης: «Όποιος όμως φοβάται τους θεούς φοβάται τα πάντα, τη γη, τη θάλασσα, τον ουρανό, το σκοτάδι, το φως, τον θόρυβο, τη σιωπή, το όνειρο» (Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί δεισιδαιμονίας^. 165Ε).

Ο Πλούταρχος στο χριστιανικό δίλημμα «Κόλαση ή Παράδεισος», πού κατατρύχει τους ανθρώπους και δίνει στον κλήρο θεϊκή εξουσία μέσω της «άφεσης αμαρτιών», άπαντα (αν και αγνοούσε τον Χριστιανισμό) βάσει των ελλη­νικών λαϊκών παραδόσεων περί μεταθανάτιων τιμωριών: «Γιατί όμως μα­κρηγορούμε; Για όλους τους ανθρώπους ο θάνατος είναι το τέλος της ζωής"1 άλλα όχι και της δεισιδαιμονίας, αφού αυτή περνάει τα σύνορα της ζωής προς το επέκεινα, κάνοντας τον φόβο πιο μακροχρόνιο από τον βίο, συνδέο­ντας με τον θάνατο την αντίληψη περί κακών αθανάτων και θεωρώντας, τη στιγμή πού απαλλάσσεται από τα δεινά, ότι τότε μπαίνει σε βάσανα πού δεν έχουν τελειωμό. Ανοίγουν τότε κάποιες βαθειές πύλες του Άδη και πύρινοι ποταμοί ενώνονται με ρεύματα της Στυγός, και το σκοτάδι γεμίζει από τρο­μακτικές εικόνες φανταστικών μορφών, πού επιτίθενται βγάζοντας φοβερές φωνές, ενώ δικαστές και τιμωροί, χαράδρες και κόλποι βρίθουν μύριων κακών. Με τον τρόπο αυτό η κακοδαίμων δεισιδαιμονία, με την υπερβολική προσπάθεια της ν’ αποφύγη Οτιδήποτε φαίνεται φοβερό, χωρίς να το καταλαβαίνη υποβάλλεται από μόνη της σε κάθε είδους δεινά» (Πλούταρχος, Ηθι­κά, «Περί δεισιδαιμονίας», 166Ρ).

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο δεν υπάρχει «θεός τιμωρός» παρά μόνο μέσα στα μυαλά των δεισιδαιμόνων: «Για τον δεισιδαίμονα όμως κάθε σωματική ασθένεια καθώς και ή απώλεια χρημάτων και οι θάνατοι των παιδιών του και ή κακή του πορεία και αποτυχία στην πολιτική ζωή ονομάζονται πλήγματα από τον θεό, χτυπήματα από τη θεία τύχη. Έτσι δεν τολμάει να επιχείρηση να επανόρθωση το κακά ούτε να το εξάλειψη ή να το αντιμετώπιση, για να μη δώση την εντύπωση ότι αντιδικεί με τον θεό και αντιδρά στην τιμωρία που του επιβάλλεται, αλλά, όταν είναι άρρωστος, διώχνει τον γιατρό, όταν πέν­θη, δεν αφήνει να μπη ο φιλόσοφος πού θα τον συμβουλεύση και θα τον πα­ρηγόρηση. «Άσε με», του λέει, «άνθρωπέ μου, να τιμωρηθώ ο ασεβής, ο κα­ταραμένος, ο μισητός από θεούς και δαίμονες»2 (Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί δεισιδαιμονίας», 168C).

Ενάντια στην λαϊκή πίστη, πού θέλει τον θεό τιμωρό, είχε καταφερθή πριν από τον Πλούταρχο ο Πλάτων: «Τα αίτια των συμφορών κάπου αλλού πρέ­πει να αναζητάμε και όχι στο θεό» (Πλάτων, Πολιτεία. 379ο)· «Μάταια οι άνθρωποι κατηγορούν τους θεούς, υποστηρίζοντας ότι από εκείνους προέρ­χονται οι συμφορές τους» (Πλάτων, Αλκιβιάδης Α΄, 142d).

Κατά της δεισιδαιμονίας έχει γράψει και ο Πρόκλος: «...μήτε να με απο­πλάνηση το γένος δεισιδαιμόνων ανθρώπων από την ιεράν οδόν την φεγγοβόλον, με τους λαμπρούς καρπούς» (Πρόκλος, Ύμνος εις τάς Μούσας).

Ο Ευριπίδης επίσης έχει δριμύτατα καταφερθή εναντίον της βασκανίας, μιας μορφής δεισιδαιμονίας πού σχετίζεται με την μαγεία: «Είναι καθήκον σου να θεωρής εχθρό τον βάσκανο άνθρωπο /και να ακόλουθης τους σοφούς και όσους έχουν καλή ανατροφή» (Ευριπίδης, Αποσπάσματα).

Ο Ελληνισμός ενάντιος στην αιγυπτιακή δεισιδαιμονία

Ο Ελληνισμός ως ζωντανή ιδεολογία ανθρωποκεντρικοί περιεχομένου είδε τους θεούς ανθρωπόμορφους. Γι' αυτό μέσα από τα αλληγορικά μηνύ­ματα των ελληνικών μύθων δόθηκαν στους θεούς ανθρώπινες αδυναμίες με σκοπό την ηθική διδασκαλία των ανθρώπων και την κωδικοποίηση της γνώ­σης καί όχι για την διαπόμπευση των εκφράσεων του θείου. Αυτό επιβεβαι­ώνει ό Πλούταρχος: «Αλλά είναι ανόσιο να αποδίδουμε στους θεούς τα δι­κά μας ανθρώπινα πάθη η να θεωρούμε ότι τα δικά μας πάθη είναι θεϊκά» (Πλούταρχος, Ερωτικός).

Στην αιγυπτιακή θρησκεία ίσχυαν εντελώς διαφορετικές προτεραιότητες. Σ' αυτήν το επίκεντρο δεν ήταν ο άνθρωπος αλλά ο μονάρχης, ο Φαραώ, που θεωρούνταν γιος του θεού και θεός ο ίδιος. Σ' αυτήν την «ελέω θεού» μο­ναρχία ο Φαραώ ήταν και αρχιερέας, συγκεντρώνοντας κατά αυτόν τον τρό­πο όλες τις εξουσίες στο πρόσωπο του.

Κατά την προκατακλυσμιαία εποχή ή Αίγυπτος αποτελούσε τμήμα της με­γάλης ελληνικής επικράτειας3. Μετά την καταβύθιση της Αιγηίδας ή χώρα τράβηξε τον δικό της δρόμο στην εξέλιξη της ιστορίας. Από τα «Αργοναυ­τικά» του Ορφέα γνωρίζουμε, ότι την βασική γνώση για τα θεία πράγματα την δίδαξε στην Αίγυπτο ο Ορφεύς. Ό ίδιος το Ομολογεί στους παρακάτω στίχους του: «Επίσης (σου είπα) και όσα ιερά λόγια εξεγένησα (διεκήρυξα) εις την Αίγυπτον, όταν προσήγγισα εις την ιεράν Μέμφιν και τάς ιεράς πό­λεις του "Απιδος, τάς οποίας στεφανώνει (περιβάλλει) ο Νείλος, πού χύνει πολλά νερά» (Ορφεύς, Αργοναυτικά, στ. 42-44)· «αποκαλύπτων εις τους ανθρώπους τα θέσφατα (τους χρησμούς) εις την Αίγυπτον και εις την Λιβύην» (Ορφεύς, Αργοναυτικά, στ. 102-104).

Η θρησκευτική αντίληψη των Ελλήνων όμως ήταν προϊόν ελεύθερης σκέ­ψης, προσαρμοσμένης φυσικά στις ανάγκες ελεύθερων ανθρώπων. Οι ελεύ­θεροι άνθρωποι, όπως είναι γνωστό, δεν ανέχονται τυράννους. Ή Αίγυπτος όμως δεν αποτελούνταν από ελεύθερους ανθρώπους, άρα έπρεπε να βρεθή) μία λύση στο θρησκευτικό ζήτημα. Η λύση τελικά βρέθηκε. Ο Πλούταρχος μας πληροφορεί σχετικά: «Άλλοι τέλος διηγούνται, ότι κάποιος από τους φοβερούς και πανούργους εκείνους βασιλείς, καταλαβαίνοντας πώς οι Αιγύπτι­οι έχουν χαλαρό φρόνημα και είναι επιρρεπείς στις μεταβολές και τις επα­ναστάσεις κι ότι, πολυπληθείς καθώς είναι, είναι δύσκολο ν’ αντιμετωπιστούν και να κατασταλούν όταν ομογνωμούν και βρούν από κοινού, εγκατέσπειρε με τις διδαχές τον δεισιδαιμονία, αιώνια αφορμή για ακατάπαυστη διχό­νοια» (Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί Ίσιδος καί Οσίριδος», 380Α). Ή αιγυ­πτιακή θρησκεία ήταν δηλαδή μία δεισιδαιμονική αντίληψη για τους θεούς, γεμάτη φόβους και ανασφάλειες. Καταλυτικό ρόλο στην ψυχοσύνθεση των πιστών έπαιζαν και οι κτηνόμορφες εικόνες των θεών. Βεβαίως το ιερατείο και οι μυημένοι γνώριζαν, ότι τα ζώα δεν είναι θεοί, αλλά σύμβολα. Αυτό όμως δεν το αποκάλυπταν στον λαό, πού τον ήθελαν ευκολόπιστο και φοβι­σμένο: «Στην Αίγυπτο, όταν κάποιος πλησιάζη] ένα τέμενος, εντυπωσιάζεται από τη λαμπρότητα του, από τους ιερούς του κήπους, τη ν μεγάλη είσοδο και την ομορφιά του, περιτριγυρισμένο καθώς είναι με επιβλητικές σκηνές, κι επίσης από τις γεμάτες δεισιδαιμονία Ιεροτελεστίες, που έχουν χαρακτήρα μυ­στηρίων σαν μπη όμως παραμέσα, στα ενδότερα, βλέπει να προσκυνούν μια γάτα ή ένα πίθηκο ή ένα κροκόδειλο ή σκύλο ή τράγο. Η σκοπιμότητα είναι να νομίση ο μυούμενος, ότι πίσω απ’ αυτά κρύβεται κάποιο σπουδαίο νόη­μα. Και μπορεί μεν οι χριστιανοί να κοροϊδεύουν τους Αιγυπτίους (που στο κάτω κάτω μας εξηγούν, ότι τα ζώα τα λατρεύουν ως σύμβολα αοράτων, αιω­νίων ιδεών και όχι, όπως νομίζει ο πολύς κόσμος, ως ζώα καθαυτά)...». (Κέλσος, Αληθής Λόγος Γ).

Οι Έλληνες διαφωνούσαν με την τακτική υπόθαλψης της δεισιδαιμονίας των Αιγυπτίων. Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος, όπως και ο Ορφεύς, είχε δι­δάξει στους Αιγυπτίους τα ιερά μυστήρια. Προσπαθώντας να τους συνεφέρη από την δεισιδαιμονία τους δίδασκε την ορθή φύση των θεών: «Ο Ξενοφά­νης λοιπόν ό Κολοφώνιος έθεσε ως αρχή στους Αιγυπτίους, αν τους θεω­ρούσαν θεούς, να μην τους θρηνούν και, αν πάλι τους θρηνούν, να μην τους πιστεύουν για θεούς...» (Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί Ίσιδος και Οσίριδος», 379Β).

Όταν ο Ηρόδοτος4 «μπέρδεψε» τα πράγματα ανάμεσα στην ελληνική αντί­ληψη περί θείου και στο αιγυπτιακό πάνθεο, ισχυριζόμενος αστήρικτα ότι οι Αιγύπτιοι δίδαξαν τα μυστήρια και την λατρεία των θεών στους Έλληνες, πήρε την παρακάτω ώργισμένη απάντηση από τον αρχιερέα των Δελφών και φιλόσοφο Πλούταρχο: «Λέει, πώς οι Έλληνες έμαθαν από τους Αιγυπτίους τις πομπές και τις πανηγύρεις και τη λατρεία των δώδεκα θεών το όνομα μάλιστα τον Διονύσου, λέει, έμαθε από του Αιγυπτίους ο Μελάμπους, ο όποιος δίδαξε και τους άλλους Έλληνες. Τα μυστήρια επίσης και τις τελετές της Δήμητρας, λέει, μετέφεραν από την Αίγυπτο οι θυγατέρες του Δαναού. Υποστηρίζει, πώς οι Αιγύπτιοι στηθοκοπιούνται και πενθούν, άλλα δεν θέ­λει να αναφέρη προς τιμήν τίνος θεόν, διότι προσέχει τα λόγια του στα Ιερά ζητήματα. Για τον Ηρακλή όμως και για τον Διόνυσο, τους οποίους τιμούν οι Αιγύπτιοι, λέει ότι τους τιμούν ως ανθρώπους πού γέρασαν, χωρίς να δείχνη πουθενά την ίδια ευσέβεια. Υποστηρίζει παρά ταύτα, ότι ο Αιγύπτιος Ηρακλής ανήκει στους δεύτερους θεούς και ο Διόνυσος στους τρίτους, υπό την έννοια ότι κάποτε άρχισαν να υπάρχουν και ότι δεν είναι αιώνιοι. Λέει όμως, πώς εκείνοι είναι θεοί, ενώ σε τούτους πρέπει να προσφέρουμε κα­θαρμούς, θεωρώντας τους θνητούς ήρωες, και όχι να τους προσφέρουμε θυ­σίες θεωρώντας τους θεούς. Τα ίδια λέει και για τον Πάνα, ανατρέποντας με τις αλαζονικές μυθολογίες των Αίγυπτίων τα πιο σεβαστά και αγνά στοιχεία των Ελληνικών ιερών» (Πλούταρχος, Περί της Ηροδότου κακοηθείας, 857C).

Ο Πλούταρχος υποστήριζε, όπως και ο Ορφεύς, ότι οι Έλληνες ήταν εκείνοι που δίδαξαν την λατρεία των θεών στους Αιγυπτίους: «...χρησιμοποιούν το όνομα Ίσις από το ίεσθαι (προχωρώ ορμητικά με γνώση και κινούμαι), διότι είναι κίνηση που διαθέτει ψυχή και φρόνηση. Στην πραγμα­τικότητα το όνομα τούτο δεν είναι βαρβαρικό, αλλά, όπως για όλους τους θεούς, υπάρχει όνομα κοινό, που προέρχεται από το θεατός και το θέων (αυτός πού τρέχει), έτσι και τη θεά τούτη από την ακριβή γνώση και συνάμα την κί­νηση Ίσιδα εμείς, Ίσιδα και οι Αιγύπτιοι αποκαλούν. (...) Ο Όσιρις πάλι έχει όνομα σύνθετο από τα όσιος και ιερός, διότι είναι κοινός λόγος ανάμε­σα στα πράγματα τον ουρανού και τον Άδη... (...) Δεν πρέπει όμως να άπορη κανείς με τον εξελληνισμό των ονομάτων, διότι βέβαια και πολλά αλλά, που έφυγαν μαζί με τους ξενιτεμένους Έλληνες, συνεχίζουν και υπάρχουν μέχρι και σήμερα απόδημα σε άλλους λαούς... (...) ...διότι θεωρώ, πώς το πρώτο (Σάραπις) είναι ξενικό, ενώ το δεύτερο (Όσιρις) ελληνικό...» (Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί Ίσιδος και Όσίριδος», 375C και D).

Είναι ξεκάθαρο, ότι Ο Ελληνισμός δεν αποδέχεται την ειδωλολατρία, την φυσεοφοβία (παγανισμό) και την θεοποίηση των ζώων. Όλα αυτά θεω­ρούνταν στοιχεία δεισιδαιμονίας και αποτελούσαν ξένο σώμα στην Ελλη­νική Κοσμοθεωρία.

Η «Ελληνική Νομαρχία» για τη ρωμαίικη δεισιδαιμονία

Πολλοί υποστηρίζουν, ότι ο απελευθερωτικός αγώνας του 1821 έγινε «για της πατρίδος την ελευθερία και του Χριστού την πίστη την αγία». Αυτό δεν είναι σωστό. Διότι την ελευθερία της Ελλάδας δεν την ήθελε το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως5. Άλλα οι κύκλοι μορφωμένων Ελλήνων του εξωτε­ρικού, αφού έμαθαν τους αρχαίους συγγραφείς και αφού ένιωσαν Έλληνες (και όχι Ρωμιοί), στη συνέχεια ξεκίνησαν την ιδεολογική προετοιμασία ενός τέτοιου εγχειρήματος. Έτσι και μετά από πολλές περιπέτειες το έτος 1806 στην Ιταλία κυκλοφόρησε ένα επαναστατικό κείμενο, που έμελλε να γίνη ή ιδεολογική διακήρυξη της ελληνικής εξέγερσης. Το έργο αυτό τιτλοφορήθηκε «Ελληνική Νομαρχία», και ο συγγραφέας του παραμένει άγνωστος μέχρι και σήμερα, εφ’ όσον επέλεξε την οδό της ανωνυμίας. Είναι ο διάσημος - άση­μος «Ανώνυμος ο Έλλην». Η «Ελληνική Νομαρχία» θεωρείται ως η μόνη πρωτότυπη πραγματεία ελληνικής πολιτικής αγωγής πού συντάχτηκε τα νε­ώτερα χρόνια. Ουσιαστικά όμως είναι ή ιδεολογία του Ελληνισμού προ­σαρμοσμένη στις επικρατούσες συνθήκες των άρχων του 19ου αιώνα.

Ο Ανώνυμος ήταν άνθρωπος πού είχε μελετήσει Ηρόδοτο, Πλάτωνα, Θου­κυδίδη, Ξενοφώντα και Πλούταρχο, όπως προκύπτει από την ανάγνωση της «Νομαρχίας». Ό ίδιος όμως επιλέγει να δώση το βαθύτερο ιδεολογικό του στίγμα μνημονεύοντας ιδιαίτερα τον Πλούταρχο6 στο κείμενο του. Οραματιζόμενος λοιπόν τη νέα Ελλάδα την αισθάνθηκε απαλλαγμένη από τα δε­σμά της δεισιδαιμονίας. Ό καυστικός του λόγος παρατίθεται δίχως σχόλια διότι περιττεύουν. Αρκεί να καταλάβη o αναγνώστης την διαχρονική διά­σταση της αναγκαιότητας του μηνύματος του Ελληνισμού, αλλά και τα δεινά πού προξενεί ή δεισιδαιμονία στους ανθρώπους.

«Ἐσεῖς, ὦ ἀθάνατοι ψυχαί τῶν ἐλευθέρων προγόνων μου, ἐνδυναμώσατε τώρα τόν ζῆλόν μου μέ τά ἡρωικά σας ἐντάλματα, διά νά ἐκφράσω καθώς πρέπει τά τῆς Ἐλευθερίας κάλλη εἰς τούς ἀπογόνους σας. Καί σύ, ἱερά Πατρίς, ἐγκαρδίωσον καί στερέωσον τήν πρός σέ ἀγάπην μου μέ τήν ἐνθύμησιν τῶν παλαιῶν μεγαλουργη­μάτων σου, διά νά παραστήσω μέ σαφήνειαν εἰς τά τέκνα σου τάς φοβεράς χρείας σου καί νά ἐνθουσιάσω τάς ἑλληνικάς των καρδίας μέ τόν θεῖον σου ἔρωτα(7).» Αὗται αἱ τυραννίαι, ὦ Ἕλληνες, εἶναι συνθεμέναι ἀπό θεοκρατίαν καί ὀλιγαρ-χίαν»(94). «Ἡ δέ θεοκρατία εἶναι ὁ κλῆρος: (α) Οἱ ἱερεῖς, ἀγαπητοί μου, φυλάτ-τοντες ἕνα σκοπόν, καθόλου διάφορον ἀπό τούς λοιπούς συμπολίτας, πάντοτε ἐπροσπάθησαν μέ τό μέσον τῆς θεότητας νά καταδυναστεύσουν τούς συμπολίτας των, καθώς μέχρι τῆς σήμερον μέ τήν ἀμάθειαν καί κακομάθησιν ἐπέτυχαν τοῦ σκοποῦ των. Αὐτοί, καλύπτοντες μέ τίτλον ἁγιότητας τά πλέον φανερά ψεύματα, ἐγέμισαν τούς ἀδυνάτους νόας τοῦ λαοῦ ἀπό μίαν τοσαύτην δεισιδαιμονίαν, ὥστε, ἀντί νά ὀνομάσουν ψεῦμα τό ἀδύνατον, τό ὀνομάζουν ἅγιον...»(95). «Ἀπό τότε λοιπόν ἕως εἰς τούς 364 χρόνους μετά Χριστόν, ὅπου διεμοιράσθη τό Ρωμαϊκόν βασίλειον εἰς Ἀνατολικόν καί Δυτικόν, οἵ Ἕλληνες ὑπέκειντο εἰς φοβεράν τυραννίαν καί ἐπαθαν ἀνήκουστα βάσανα καί ταλαιπωρίας ἀπό τούς δια­φόρους σκληρότατους ἰμπεράτωρας, ὅπου ἡ Ρώμη τούς ἔπεμπεν. Δέν ἐδύναντο νά ἐλευθερωθῶσι ἀπό τοιοῦτον ζυγόν (ἀγκαλά καί τά ἤθη των νά μήν ἦσαν παντάπασιν διεφθαρμένα καί νά ὑπέκειντο εἰς ξένην ἀρχήν), ἐπειδή ἡ ἐπικράτεια ἦτον μεγαλωτάτη καί δέν ὑπέφερον ὅλοι ἐξ ἴσου τάς δυστυχίας καί ἐξακολούθως δέν ἠμπορούσαν νά ἑνωθοῦν ὅλοι μαζί, διά νά ἐξολοθρεύσουν τούς τυράννους των (α). Ἀπό τότε λοιπόν ὁπού ἐστερεώθη ὁ χριστιανισμός ἕως εἰς τούς 1453, ἀντί νά αὐξήσουν τά μέσα τῆς ἐλευθερώσεως των, φεῦ! ἐσμικρύνοντο. Ἡ δεισιδαιμονία και ο ψευδής τε καί μάταιος ζῆλος τῶν ἱερέων καί πατριαρχῶν κατεκυρίευσε τάς ψυχάς τῶν βασιλέων, οἱ ὁποῖοι, ἀντί νά ἐπεμελοῦντο εἰς τό νά διοικῶσι τόν λαόν καθώς ἔπρεπε, ἄλλο δέν ἐστοχάζοντο παρά νά φιλονικῶσι καί νά κτίζωσιν ἐκκλη­σίας. Τότε εἰς τήν Ἑλλάδα ἐφάνησαν τρεῖς κυριότητες: ἡ Τυραννία, τό Ἱερατεῖον καί ἡ Εὐγένεια, αἱ ὁποῖαι διά ἕνδεκα αἰῶνας σχεδόν κατέφθειραν τούς Ἕλληνας καί κατερήμωσαν τήν Ἑλλάδα. Ἡ ματαιότης τῶν πατριαρχῶν καί παπῶν ἐπροξένησε τό σχῖσμα ἀναμέσον ἡμῶν καί τῶν λατίνων. Καί ἡ δεισιδαιμονία ἥνωσεν εἰς αὐτό ἕν μῖσος φοβερόν μέχρι τῆς σήμερον.

»Ἀφοῦ, λέγω, τό Ἱερατεῖον ἠθέλησε νά ἑνωση τά ἐκκλησιαστικά ἐντάλματα μέ τούς πολιτικούς νόμους, διά νά τιμᾶται ἐν ταυτῷ καί νά ὁρίζῃ χωρίς δυσκολίαν, ἐκατάλαβεν ὅτι ἀναγκαῖον ἦτον πρότερον νά τυφλώσῃ τόν λαόν μέ τήν ἀμάθειαν, διά νά στερέωσῃ καλλιότερα τόν σκοπόν του. Καί ὄντως ἐπροσπάθησε νά ἐσβήσῃ κάθε σπουδήν εἰς τήν Ἑλλάδα καί ὑπερασπίσθη τήν ἀμάθειαν. Αἱ ἐπιστῆμαι, ὁπού πρότερον ἤνθιζον, ἄρχισαν νά μαρανθῶσι, τά σχολεῖα ἐσφαλίσθησαν, οἱ διδάσκαλοι ἐμωράνθησαν καί ἡ ἀλήθεια μέ τήν φιλοσοφίαν ἐξωρίσθησαν. Ἄλλο βιβλίον δέν εὑρίσκετο εἰμή τά πονήματα τῶν ἱερέων. Κάθε φιλόλογος ἄλλο δέν ἡμπο­ροῦσε νά ἀναγνώσῃ εἰμή τά θαύματα καί τούς βίους τῶν ἁγίων. Καί οἱ ταλαίπω­ροι Ἕλληνες, ἀγκαλά καί φιλελεύθεροι, ὑστερημένοι ὅμως ἀπό τό φῶς τῆς φιλο­σοφίας, ἔγιναν σχεδόν δοῦλοι κατά συνήθειαν, μεμεθυσμένοι δέ ἀπό τήν ἀμάθειαν καί δεισιδαιμονίαν ὑπήκουον καί ἐφοβοῦντο τούς τυράννους των, χωρίς νά ἠξεύρουν τό διατί. Ἕνας ἀφορισμός τοῦ ἀρχιερέως ἐτρόμαζεν τόσα μιλλιούνια ἀνθρώπων. Ὦ δεισιδαιμονία, πόσον φοβερά εἶσαι ἀνάμεσα εἰς τά ἀνθρώπινα πά­θη καί πόσον οὐτιδανώνεις τήν ἀνθρωπότητα, ὅταν κυριεύσῃς τάς ψυχάς τῶν ἁπλῶν καί ἀμαθῶν λαῶν, οἱ ὁποῖοι τόσον ἀπομωρώνονται, ὅπου τρέμουσιν εἰς τήν ψευδή λαλιάν σου, καθώς τά βρέφη φοβοῦνται ἕνα ὄφιν ξύλινον ἤ ἕνα χαλκοῦν λέ­οντα. Εἰς τοιαύτην κατάστασιν, ἀδελφοί μου, εὑρίσκετο ἡ Ἑλλάς, ὅταν προ 453 χρό­νων ἀπό τήν σήμερον ἡ αὐτή δεισιδαιμονία καί ἡ ἀμάθεια εἶχεν ἀναβιβάσει εἰς ὑψηλόν θρόνον ἕνα ἀχρεῖον αἰθίοπα, ὁ ὁποῖος ὥρμησε μέ τά ἅρματα του ψεύδους καί τῆς πλάνης καί ἐκυρίευσε σχεδόν τό τέταρτον τῆς γῆς» (105 έως 108).

Ο Ανώνυμος επίσης καταγγέλλει ως ανθελληνική και εναντίον των συμφερόντων του Γένους την ταύτιση Εκκλησίας και Κράτους. "Ο ίδιος υπο­στηρίζει, ότι εξαιτίας αυτής της σχέσης έχουν προκληθή στους Έλληνες με­γάλα δεινά. Και το κείμενο αυτό γράφτηκε 194 έτη πριν από τις ημέρες μας, πού ή ανάμιξη της Εκκλησίας στην πολιτική εξουσία και διοίκηση διεκδι­κείται χωρίς δισταγμό αλλά και τα φαινόμενα της δεισιδαιμονίας συντη­ρούνται «καλύπτοντας με τίτλον αγιότητας τα πλέον φανερά -ψεύματα», όπως γράφει, και εν ονόματι του θεού. Γράφτηκε από έναν Έλληνα πατριώτη και επαναστάτη, πού έ6λεπε την πατρίδα του υπόδουλη και τον Κλήρο στην πλει­οψηφία του να συνεργάζεται και να εύλογη τον κατακτητή. Όπως και να το κάνουμε, η «Ελληνική Νομαρχία» είναι άδιαμφισ6ήτητο ντοκουμέντο, αν και λίαν ενοχλητικό για κάποιους. Πάντως με αυτά τα ιδεώδη του Ελληνι­σμού ζυμώθηκε ιδεολογικά και προετοιμάστηκε ή εξέγερση εναντίον των Τούρκων.

Το κεντρικό συμπέρασμα πάντως είναι, ότι ο Ελληνισμός είναι ασυμβίβα­στος με τη δεισιδαιμονία. Και τότε αλλά και τώρα! Και όσοι επιμένουν στην αναβίωση της δεισιδαιμονίας, δεν μετέχουν στην Ελληνική Παιδεία.

.............................................. 


BASIC CONCEPTS OF THE HELLENIC NATIONAL (Ethnic) RELIGION

THE ONE (ΤΟ ΟΝΤΩΣ ΟΝ)


The most important concept, for us Hellenes, is “The One”, meaning the true and single Being.

“The One” is unborn and eternal (“it has no beginning or end”), it is a given and indestructible entity that merely encloses an endless change of forms and conditions.
“The One” is unique, homogeneous, stationary, infinite and perfect. The latter two characteristics do not conflict with the fact that it is quantitatively defined and evolving within itself. “The One” is axiomatically the current image of infinity and perfection, as nothing exists outside of it, so as to compare it and determine it as “finite” and “incomplete”.
Because nothing exists outside “The One”, it is also, axiomatically, identified with the Divinity. This is where, we Hellenes, differ from the so-called “Abrahamic” religions (namely, Judaism, Christianity and Islam), which place their supposed God before and outside the true and single Being, which they try to degrade into a profane “construction” and a “creation”.
Everything that exists or is located within “The One” shares its own constant and unchangeable essence.

THE WORLD (Ο ΚΟΣΜΟΣ)


All parts of the single Being are governed by orderliness and comprise the current “Kosmos” (the very few remaining things comprise “Tartarus”, etymologically linked to “tarachi”, agitation, who was the mythological “brother” of “Kosmos”, the World, both sons of “Chaos”, i.e. the Essence with its properties still undefined).

We Hellenes define the “Kosmos” as a part of the infinite Being that has acquired harmony and beauty (“infinitely arranged and adorned”). “Kosmos” in ancient Greek means a gem, a piece of jewellery. Exactly like “The One”, the “Kosmos” is indestructible and unborn, it has designed its own internal order and is a logically organised whole. Like “The One”, the “Kosmos” is not a “person” but the first diaeresis of the single Being.
For us Hellenes, the “Kosmos” is alive and material in its entirety (living matter) and consists of two living levels that only differ in terms of the qualitative characteristics of their common Essence. One level is the hidden world of imperishability (i.e. immortal things that have not been cut off from the creative “Cause” and are characterised by immortality, vastness and knowledge) and the other is the revealed world of perishability (with beings who have been cut off from the creative “Cause” and are characterised by mortality, appearance and finite or no knowledge).

THE GODS (ΟΙ ΘΕΟΙ)


The gods have emerged from the single Being by simple accretions of the latter into separate entities, which is why they maintain all its properties, namely immortality, vastness and knowledge. The gods establish and maintain consistency and orderliness in the “Kosmos”.

The true, natural Gods are thus perfect and ordering beings, who withhold immortality and knowledge and permeate freely across the world, acting upon it. The Gods are subject to the determinism of the world and faithfully serve its laws, while participating in “aeigenesia”, i.e. perpetual generation and degeneration of forms.
As to their nature, the true, natural gods are perfect, virtuous, immortal, immutable, infinite, just, omniscient, eternal, impersonal, genderless, consistent, ethereal in their matter and able to permeate the other matter.
It is obvious that these true, natural Gods, are not “withdrawn”, are not “combined in one person”, are not “replaced”, do not “stop existing” and are not “defeated”, according to the appetites or desires of the wicked mortals or of organised impiety systems.

MORTAL BEINGS (ΤΑ ΘΝΗΤΑ ΟΝΤΑ)


Every living creature, everything that exists in the revealed world of perishability, has been physically born. Their bodies have a starting point and an ending in time; therefore, they are perishable and mortal.

The properties of perishability and mortality are independent of the speed at which they occur. People, animals, plants and stones are all perishable in terms of their bodies and therefore, they are mortal. 
Death, which we will analyze below, dissolves and distributes their physical matter to compose new forms and at the same time returns to the Immortal their material mental quantity.

HUMANS (Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ)


Humans are a biological species that is weakly, but more directly, linked to the Divinity, as Nature has activated in their brains the “Logos”, reason, thus making them the only mortal beings capable of rational and safe knowledge (according to Speusippus).

As rational beings, humans differ from other “major” biological species that form societies based on natural laws, because they create social collectives (from families to nations), divine law and institutions. In addition, as rational beings, humans show constant curiosity to explore and understand their own species and their environment, while constructing and inventing, developing increasingly sophisticated tools and skills. Humans produce law, culture and technology.
As man is gifted by the Gods...  with the greatest intelligence from all the other living forms on Earth, we are of the thought that one of man's important roles and duties is to oversee the protection and the preservation of the Animal Kingdom and the Plant Kingdom. Also man has the duty to oversee and to protect the environment of the Earth, for the good of all and for the future of generations yet to come. Man as a "rational being" should also respect Universal Justice and pay particular attention to actions and choices that might affect others in a negative way.

For us MAN 
has been anointed by the Gods  as THE CUSTODIAN OF ALL ON EARTH.

The greatest conquest of the Hellenic religion and a timeless gift to humanity is “Humanism”, i.e. respect to the human condition. For us Hellenes, humans are a value in themselves and all humans are considered related thanks to their common rational nature. However, only those that activate morally their rational nature through Virtue are linked to the Divinity.


LIFE (Η ΖΩΗ)


Every being in the hidden world of imperishability, starting from “The One” itself to its many accretions (gods, etc.) is immortal, therefore eternally alive. On the other hand, every being in the revealed world of perishability, from the largest to the smallest ones, from those visible to those invisible to the human eye, is involved through its personal life to the specific phenomenon of life. Life, at the level of the revealed world is therefore defined as all the biophysiological events within the world.

Life at the level of the revealed world is exclusively based on laws set by Nature, innumerable and rigid, inviolable laws, which at the same time have been set with fine precision. The uninterrupted power of Nature is revealed through the birth, growth, support and re-dissolution (death) of the individual mortal beings, according to rigid laws.

THE PURPOSE OF HUMAN LIFE (Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΖΩΗΣ)


The purpose (“telios”) of the life of individual beings is the maintenance and perfection of the single Being. The term “telios” means the completion, purpose, perfection, performance, and outcome.

Exceptionally, the purpose of the life of the rational being (humans) is perfecting itself (“teleiosis”) using the weak but immediate proximity to the Divinity through “Logos”, the Reason.
For us Hellenes, the purpose of the rational being is to look to the truth and orderliness of the “Kosmos”, understand them and contribute to them through virtuous praxis (actions), to the extent allowed by its mortal, limited nature. 

The outcome of this work is the emulation of Gods, moral splendour and perfection of our nature by having a perfect life.

Socrates said that in all points, human life should emulate the beauty and perfection of masterpieces.

Virtue​ (Η ΑΡΕΤΗ)


The tool for human perfection and likeness to the Gods is Virtue, namely the conscious and practical perfection and superiority. This conscious and practical perfection and superiority is achieved when the properties of the Gods, previously understood by humans, are transferred as values and ethical standards within human life for continuous application.

The philosopher of the 15th century Georgios Gemistos Plethon, to whom the Hellenic National religion owes to a great extent its survival until today, gave a very good definition of virtue in the following words: “Virtue is the habit through which we become virtuous. However, only the Divine is really virtuous, but we, humans, become virtuous by imitating it, within our human potential.”

DEATH (Ο ΘΑΝΑΤΟΣ)


Everything in the revealed world of perishability is shared physicality and mental matter, just as in the hidden world of imperishability everything is a shared Divinity. We Hellenes face death serenely as one of the many physical laws of this precise revealed world of perishability. Death serves evolution by constantly renewing the forms of revealed life.

Only the ignorant are anxious about whether or not they will lose the temporary and insignificant cluster of personality characteristics, erroneously perceived as the “self”. At the universal level, “loss”, “nothingness” and all similar terms are meaningless, since nothing in the Being can be “lost”. Absolutely no “loss” can happen within a given and imperishable whole, which simply encloses an endless change of forms and conditions.
Death merely discontinues one “life”, channelling physicality to a new use and returning the mental matter to the Immortal, while the consciousness of the single Being is enriched with the memory of yet another biography. What lives in the underworld of the Greeks is not the real psyche of the departed, but the mere “shadow” of their lives, a stored item in the consciousness of “The One”, which is only recalled by similar “living” beings, with a ceremony or honouring reference.

THE PSYCHE - SOUL (Η ΨΥΧΗ) 


The psyche is the invisible cause of biophysiological events, or, in other words, the essential cohesive element of beings in the revealed world. For us, the psyche is immortal, universal and there is no doubt at all regarding whether or not it will be... “saved”.

It is simply “revealed” in the world of perishability, by giving life to the heavy matter of mortal beings; it passes, after the biological “death”, into oblivion, returning to the Immortal, until it is “revealed” again and again, forever, for the perpetuation of life and the increasing perfection of the single Being.
Every individual being (“person”) of the revealed world, contains a large or small, strong or weak, quantity of the world of imperishability. As already said, the increasing perfection of the single Being is achieved through the processing of individual mental quantities. Some of us additionally believe that within the rational beings, mental quantity acquires “personal” elements that it maintains when it returns to the level of imperishability.

All the above explain for us Hellenes quite clearly what the role of mankind is and what the meaning of life is for man.

No comments:

Post a Comment