Tuesday, December 25, 2012

ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΛΑΝΤΑ

<< ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΛΑΝΤΑ – «Αγερμοί» >>
1. ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΡΙΕΣΠΕΡΟΥ (Ηλιούγεννα)
2. ΕΙΡΕΣΙΩΝΗ
3. ΧΕΛΙΔΟΝΙΣΜΑ
4. ΚΟΡΩΝΙΣΜΑ

----------------------------------------------------------------------------

<<ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ>>


Τὰ κάλαντα σὰν ἔθιμο εἶναι ἀρχαϊκὸ ἑλληνικὸ καὶ ῥωμαϊκό, καὶ μᾶλλον προϊστορικὸ καὶ γιὰ τὰ δύο ἔθνη. Σὰν τωρινὸ ἑλληνικὸ, εἶναι μιγαδικὸ ἑλληνορρωμαϊκό.
 
Η λέξι κάλαντα εἶναι λατινική =
kalendae = νουμηνία, νεομηνία, πρωτομηνιὰ.
Τὰ παιδιὰ τῆς προϊστορικῆς ἐποχῆς, γιὰ τοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς Ῥωμαίους ὁ λόγος, στὴν ἀρχὴ ἔλεγαν τὰ κάλαντα κάθε πρωτομηνιά, μήνυμα καὶ εὐχὲς νεομηνίας (Νουμηνία)… ἀργότερα, κατὰ τὴν ἱστορικὴ ἐποχή, ὅταν τὰ ἡμερολόγια ἦταν προγράμματα καταγραφόμενα, τὰ κάλαντα τῶν παιδιῶν περιωρίστηκαν ἢ στὰ τέσσερα κρίσιμα σημεῖα τοῦ ἔτους, ἰσημερίες καὶ ἡλιοστάσια, ἢ στὶς κατὰ καιροὺς πρωτοχρονιές, ποὺ ἦταν τοποθετημένες ἡ κάθε μιὰ σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα αὐτὰ σημεῖα.
 
Στὴν Ἑλλάδα λ.χ. πρὶν ἀπὸ τὸ 432 π.κ.ε. εἶχαν τὴν πρωτοχρονιὰ στὴ φθινοπωρινὴ ἰσημερία, την 1 Ὀκτωβρίου ἢ καὶ λίγο πρὶν ἀπ᾽ αὐτή… γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ἔχουμε διασωσμένα κάλαντα Φθινοπωρινὰ ἢ Σεπτεμβριάτικα, αλλά καὶ Εαρινὰ ἢ Μαρτιάτικα. Δὲν ἔχουμε χειμερινὰ καὶ θερινὰ διασωσμένα τραγούδια καλάντων οὔτε μαρτυρίες γιὰ τέτοια.

Κατὰ τὴν ἀρχαιότητα, ὁ ἁπλὸς λαὸς καὶ κυρίως ὁ ἀγρότης μάθαινε τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἔτους ἢ καὶ τοῦ μηνὸς ὡς ἄγγελμα ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιὰ ποὺ ἔλεγαν τὰ κάλαντα. ἀκριβέστερα τὶς ἡμερολογιακὲς ἀλλαγὲς στὸ λαὸ τὶς ἀνακοίνωναν μὲ τὰ παιδιὰ ἐκεῖνοι ποὺ ἀσχολοῦνταν μὲ τὸ ἡμερολόγιο, τὸ ὁποῖο, ὅπως λέει ὁ ποιητὴς Ἡσίοδος, ἦταν Ἔργα καὶ ἡμέραι, δηλαδὴ Καζαμίας, ἀγροτικὸ ἡμερολόγιο. τὰ παιδιὰ μετέφεραν στὸ λαὸ τὸ μήνυμα τῆς χρονικῆς ἀλλαγῆς μὲ μηνυτήρια κι εὐχετήρια τραγουδάκια, ὁ δὲ λαὸς ἔδινε στοὺς μικροὺς ἀγγελιοφόρους φιλοδωρήματα. στὴν ἀρχή, ποὺ δὲν ὑπῆρχε νόμισμα, τὰ φιλοδωρήματα ἦταν καρποί, ἰδίως ξηροὶ ἢ λιασμένοι, ἀμύγδαλα, καρύδια, ξυλοκέρατα, σῦκα, αὐγά, τυρί, κρέας, ψωμιά, κουλοῦρες, κρασὶ στὸ ποτήρι, σιτάρι, κριθάρι, μέλι, ἅλας, καὶ διάφορα ἄλλα καλούδια ἀπὸ τὸ κελλάρι τοῦ σπιτιοῦ. ἀργότερα ἦταν καὶ νομίσματα μικρῆς ἀξίας, ὀβολοὶ καὶ ἡμιώβολα ἢ ἤμαιθα.

Τὰ κάλαντα ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀγερμούς, δηλαδή τοὺς ἐράνους, καὶ λέγονταν ἔτσι ἀκριβῶς κι αὐτὰ ἀγερμοί, ἑνῷ εἶχαν καὶ τὶς ἰδιαίτερες ἐποχιακὲς ὀνομασίες "Εἰρεσιῶναι, Χελιδονίσματα, καὶ Κορωνίσματα". Λέγονταν βέβαια ἀγερμοὶ ἀπὸ τὸ ῥῆμα ἀγείρω, ποὺ θὰ πῇ ἀθροίζω, μαζεύω, ἐρανίζομαι καθώς καὶ ὅλοι γενικῶς οἱ ἔρανοι.
 
- Ο ἔρανος χορηγιῶν μεταξὺ τῶν ὑποστηρικτῶν ἑνὸς πολιτικοῦ γιὰ τὴν οἰκονομικὴ στήριξι τοῦ πολιτικοῦ ἀγῶνος του.
 
- Η ζητιανιὰ τῶν φτωχῶν στ΄ ἀρχοντικὰ ποὺ γλεντοῦσαν, ἢ στοὺς ναοὺς ποὺ πανηγύριζαν.
- Η θρησκευτικὴ καὶ βακούφικη ζητεία σιτηρῶν καὶ ἄλλων ἀγροτικῶν προϊόντων γιὰ τοὺς ναοὺς καὶ τὰ μοναστήρια τῶν θηλυκῶν ἰδίως θεοτήτων Ῥέας, Εἰλειθυίας, Μητρός, Κυβέλης, Ἀρτέμιδος, Ἥρας, Νυμφῶν, καὶ πολλῶν ἄλλων...
- Αλλὰ κυρίως καὶ ἐν τέλει, ἀγερμοὶ λέγονταν αὐτὰ ποὺ τώρα λέμε κάλαντα ἢ κόλιντα τῶν παιδιῶν...

…Ἔξ ἀρχῆς τὰ κάλαντα ἢ κατὰ τὶς ἀρχαῖες ἑλληνικὲς ὀνομασίες των εἰρεσιῶναι, χελιδονίσματα, καὶ κορωνίσματα, ἦταν μόνο κοινωνικὰ καὶ ἀγροτικὰ - ἡμερολογιακὰ καὶ παιδικά, χωρὶς κανένα θρησκευτικὸ χαρακτῆρα. Θρησκευτικὰ στοιχεῖα μπῆκαν σ᾽ αὐτὰ, μόνο σὲ χρόνια ὄψιμα. Έτσι βλέπουμε στὰ μὲν ἀρχαϊκὰ καὶ ἔντονα διαλεκτικὰ ἑλληνικὰ χελιδονίσματα καὶ εἰρεσιώνας, ν᾽ ἀπουσιάζῃ κάθε ἴχνος θρησκευτικοῦ στοιχείου, στὸ δὲ ὀψιμώτερο κορώνισμα νὰ ἐμφανίζωνται ὁ Ἀπόλλων σὰν πατέρας τῆς Κορώνης καὶ οἱ θεοὶ σὰν ἐκτελεσταὶ τῶν εὐχῶν... (κι αὐτοὺς ὅλους ἀργότερα νὰ τοὺς ὑποκαθιστοῦν οἱ χριστιανοί ἅγιοι, Βασίλειος, Λάζαρος, καὶ Κωνσταντῖνος).
----------------------------------------------------------------------------

1)... <<ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΡΙΕΣΠΕΡΟΥ- ΗΛΙΟΥΓΕΝΝΑ>>...

Οι πρόγονοί μας γιόρταζαν το «Τριέσπερον» μία εορτή η οποία γενικεύεται από τους ελληνιστικούς χρόνους κι εντεύθεν, προς τιμήν των πυρφόρων και ηλιακών θεοτήτων Ηρακλέους και Ηλίου.
 
Το «Τριέσπερον» ξεκινούσε με το Χειμερινό Ηλιοστάσιο (τη νύκτα της 21ης προς την 22α του Δεκεμβρίου, τη μεγαλύτερη δηλαδή νύκτα του έτους) και κορυφωνόταν με την αναγέννηση του φωτοδότη Ηλίου, τη νύκτα της 24ης προς 25η, όταν η ημέρα έχει ήδη μείνει «στάσιμη» επί 3 ημέρες μετά το Ηλιοστάσιο και αρχίζει πλέον να μεγαλώνει.
Οι «εθνικοί» αποκαλούσαν την Πρώτη Ημέρα της εβδομάδας Ημέρα του θεού-Κυρίου Ήλιου!

Επίσης οι αρχαίοι Έλληνες κατά την χειμερινή τροπή του ήλιου γιόρταζαν την γέννηση του Διονύσου. Ο Διόνυσος αποκαλούταν «σωτήρ» και θείο «βρέφος», το οποίο γεννήθηκε από την παρθένο Σέμελη. Ήταν ο καλός «Ποιμήν», του οποίου οι ιερείς κρατούν την ποιμενική ράβδο. Τον χειμώνα θρηνούσαν την δολοφονία του Διονύσου από τους Τιτάνες, αλλά στις 30 Δεκεμβρίου εόρταζαν την αναγέννησή του. Οι γυναίκες-ιέρειες ανέβαιναν στην κορυφή του ιερού βουνού και κρατώντας ένα νεογέννητο βρέφος φώναζαν «ο Διόνυσος ξαναγεννήθηκε. Ο Διόνυσος ζει» , ενώ σε επιγραφή αφιερωμένη στον Διόνυσο αναγράφεται:«Εγώ είμαι που σε προστατεύω και σε οδηγώ, εγώ είμαι το ‘Αλφα και το Ωμέγα».

Αυτή η αρχαία Ελληνική γιορτή, είχε επίσης ταυτιστεί και με την γιορτή του Ηλίου, τον οποίο οι αρχαίοι λαοί είχαν θεοποιήσει. Συγκεκριμένα στους Έλληνες, είχε ταυτιστεί με τον Φωτοφόρο Απόλλωνα του Ηλίου, ο οποίος απεικονιζόταν πάνω στο ιπτάμενο άρμα του να μοιράζει το φως του Ηλίου. Οι αρχαίοι λαοί αναπαριστούσαν την κίνηση του ήλιου με την ζωή ενός ανθρώπου που γεννιόταν κατά την χειμερινή τροπή του ήλιου που μεγάλωνε βαθμιαία καθώς αυξάνονταν και οι ώρες που ο ήλιος φωταγωγούσε την Γη, και πέθαινε ή ανασταίνονταν τον Μάρτιο την ημέρα της Εαρινής Ισημερίας, συμβολίζοντας με αυτόν τον τρόπο την αναγέννηση του φυτικού βασιλείου μέσα από την μήτρα της Γης.
 
Το χειμερινό Ηλιοστάσιο 22-25 Δεκεμβρίου σημαίνει την αρχή του χειμώνα, και ο Ήλιος αρχίζει βαθμιαία να αυξάνει την ημέρα έως ότου εξισωθεί με την νύχτα, κατά την Ισημερία τον Μάρτιο. Τότε ο Ήλιος νικά το σκοτάδι, και έρχεται η άνοιξη, η εποχή της αναγέννησης για την φύση.
 

Η εορτή αυτή πέρασε και στην αρχαία Ρώμη με τις δημοφιλείς γιορτές των Σατουρνάλιων, προς τιμήν του Κρόνου τον Δεκέμβριο αλλά και της θεάς Δήμητρας, γι΄ αυτό και έκαναν θυσίες χοίρων για την ευφορία της γης . Τα Σατουρνάλια ήταν από τις σημαντικότερες και ονομάζονταν: «
DIES INVICTI SOLIS », δηλαδή «Ημέρα του αήττητου ήλιου». Μια γιορτή που φυσικά την είχαν πάρει απο την γιορτή του Φωτοφόρου Απόλλωνα - Ηλίου!

Ο Ήλιος ανέκαθεν σύμβολο του Θείου σε πολλούς αρχαίους λαούς.
Η παρατήρηση των φαινομένων του φωτός και της πηγής του, του Ήλιου, στα αρχαία χρόνια υπήρξε έντονη και αποτέλεσε μια από τις κύριες μορφές συμβόλου για το Θείο. Πάνω σε αυτά τα φαινόμενα βασίστηκε τόσο η φυσιολατρία όσο και η πνευματόδοξη λατρεία των αρχαίων λαών και φυσικά μυθολογήθηκε όσο ποτέ κάποιο άλλο φαινόμενο της φύσης.

Οι Έλληνες έχουν πάμπολλες φωτεινές Θεότητες,
- έχουμε τις Ολύμπιες (Ολόλαμπες) Θεότητες,
την Αγαυή (λαμπρή) Αθηνά,
τον Αγλαό (ωραίο-λαμπρό) Απόλλωνα,
τον Θερμό Άρη,
την Σελασφόρο (σέλας=φως + φέρω) Άρτεμη,
την Πυρόεσσα (γεμάτη πυρ) Αφροδίτη,
τον Λαμπτήρ Διόνυσο,
τον Φαεσφόρο Ερμή,
τον Κεραύνιο Ζευ,
την Αλέα (φωτεινή) Ήρα,
τον Πυρσοφόρο Ήφαιστο,
τις Ολυμπιάδες Μούσες
έχουμε τις Ουράνιες Θεότητες,
τον πυραυγή Ήλιο,
την Αυγή (Έως),
τις Εσπερίδες,
τις Ώρες,
την Ίριδα,
την Σελήνη
- άλλες Θεότητες,
τις Λαμπάδες Νύμφες,
την Νύμφη Άιγλη,
τις Ηλιάδες Νύμφες,
κτλ.

Όλες αυτές οι Θεότητες έχουν επιφορτιστεί με την μυθολογία του φωτός – Ήλιου.
Ο Ήλιος είναι ο Θεός της ημέρας, του χρόνου, της θερμότητας, χορηγός της ζωής, αυτός που βλέπει τα πάντα, κτλ
Οι μύθοι του φωτός συνδέονται με αυτές του τις ιδιότητες αλλά και με την πορεία του στον ουρανό.
Στο χειμερινό ηλιοστάσιο γιορτάζουμε την Θεία αναγέννηση.
Γεννέθλια λοιπόν του θείου στοιχείου παντού μέσα στην φύση αλλά και μέσα μας, στην ψυχή μας.
Γιορτάζουμε το στοιχείο αυτό που είναι μέσα μας και μας ενώνει με τους Θεούς, τον θείο σπινθήρα του Θεού Ήλιου ή του Προμηθέα.
Αυτήν την μικρή θεία φλόγα που έχουμε ως Λογική μέσα μας.

Τα Κάλαντα του Τριέσπερου, ευθέως από τους Αρχαίους Χρόνους, τραγουδιούνται ακόμα στην Κύπρο σε ορισμένα ορεινά χωριά...

«Καλήν εσπέραν άρχοντες,
αν είναι ορισμός σας
Ηλίου τη θεία γέννηση
να πω στ' αρχοντικό σας.

Απόλλων άρχοντα θεέ,
έλα ξανά κοντά μας
συ φωτοδότη Βασιλιά,
φώτισε την καρδιά μας.

Λιώσε τα χιόνια στα βουνά
ζέστανε τα πλατάνια
φέρε μας γέλια και χαρά,
ειρήνη και ζωντάνια.

Στο σπίτι αυτό που μπήκαμε
οι εστίες να μη σβήσουν
κι όλοι οι νοικοκυραίοι του
χίλια χρόνια να ζήσουν...»

----------------------------------------------------------------------------

2)... <<Εἰρεσιώνη>>
 

Εἰρεσιώνη στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ἐθιμικὴ συνήθεια λεγόταν κατ᾽ ἀρχὴν ἕνα κλωνάρι ἐλιᾶς στολισμένο μὲ μιὰ τούφα εἶρος ἤτοι ἔριον (=μαλλί) -γι᾽ αὐτὸ ἄλλωστε λεγόταν καὶ εἰρεσιώνη- καὶ μὲ διαφόρους πρόσθετους καρποὺς ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ ὑπάρχουν ἄφθονοι κατὰ τὴ φθινοπωρινὴ καὶ σεπτεμβριάτικη ἰσημερία, ἰδίως ῥόδια, κυδώνια, σῦκα, καὶ σταφύλια. Αὐτὸ τὸ κλωνάρι, τὴν εἰρεσιώνη, τὸ κρεμοῦσαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες στὴν πόρτα τους καὶ τὸ κρατοῦσαν ὅσο περισσότερον καιρὸ μποροῦσαν, ὅπως τώρα κρεμοῦν τὸ στεφάνι τῆς πρωτομαγιᾶς.
 
Απ᾽ αὐτὴν τὴν εἰρεσιώνη κατάγονται τόσο τὰ κρεμαστάρια ῥοδιῶν καὶ κυδωνιῶν στὸ ταβάνι τοῦ νεοελληνικοῦ ἀγροτικοῦ σπιτιοῦ, ὅσο καὶ ὁ γαμήλιος φλάμπουρας τῶν Σαρακατσάνων ποὺ ἔχει στὰ ἄκρα του μπηγμένα μῆλα. Εννοεῖται ὅτι τὴν ἀρχαία εἰρεσιώνη τὴν κρεμοῦσαν στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τὰ παιδιὰ ποὺ πήγαιναν νὰ τραγουδήσουν τὴν εἰρεσιώνη - κάλαντα. Γι᾽ αὐτὸ εἶναι ἀναντίρρητο ὅτι καὶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι τῶν καλάντων, ποὺ λεγόταν εἰρεσιώνη, εἶναι τῆς φθινοπωρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς.
 
Η Εἰρεσιώνη αναφέρεται ήδη από τον Όμηρο, ο οποίος ευρισκόμενος στην Σάμο, σκάρωσε διάφορα τραγούδια τα οποία μαζί με μια ομάδα παιδιών τα τραγουδούσαν στα σπίτια των πλουσίων ευχόμενοι πλούτο, χαρά και ειρήνη. Συμβόλιζε την ευφορία και γονιμότητα της γης και εορτάζονταν δυο φορές το χρόνο, μια την άνοιξη με σκοπό την παράκληση των ανθρώπων προς τους θεούς κυρίως του Απόλλωνος-ήλιου και των Ωρών για προστασία της σποράς και μια το φθινόπωρο, για να τους ευχαριστήσουν για την συγκομιδή των καρπών. Ταυτόχρονα με τις ευχαριστίες προς τους θεούς, έδιναν ευχές και στους συνανθρώπους.
Τα παιδιά γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας κλωνάρια ελιάς ή δάφνης στολισμένα με μαλλί (σύμβολο υγείας και ομορφιάς) και καρπούς κάθε λογής, τραγουδώντας για καλύτερη τύχη και γονιμότητα της γης. Πολλά από τα παιδιά έφεραν τον κλάδο σπίτι τους και τον κρεμούσαν στην πόρτα όπου έμενε όλο το έτος.(κάτι που συνηθίζουμε να κάνουμε σήμερα την Πρωτομαγιά).

Για τους αρχαίους Έλληνες αποτελούσε σύμβολο ευφορίας. Τις ειρεσιώνες αφιέρωναν στη θεότητα, τη χορηγό των αγαθών της Γής και άλλοτε τις έβαζαν έξω από την πόρτα του ναού της για να επικαλεστούν τη συνδρομή της κατά του λιμού (της σιτοδείας), των επιδημιών ή άλλων θεομηνιών. Άλλοτε τις αναρτούσαν πάνω στις πόρτες των οικιών τους για να αποδώσουν ευχαριστίες στη θεότητα. Ειδικά στην Αθήνα, ορισμένες ειρεσιώνες αφιερώνονταν κατά τα Θαργήλια και Πυανέψια στον Απόλλωνα και τις Ώρες, σε έκφραση ευχαριστίας για τη γονιμότητα του έτους που λήγει και παράκληση της συνέχισής της και κατά το επόμενο. Άλλοι αναφέρουν ότι τις περιέφεραν και τις κρεμούσαν προς τιμήν του "Ηλίου και των Ωρών".
 

Ο Πορφύριος δεν κατονομάζει ρητώς την ειρεσιώνη, αλλά σαφώς την υπαινίσσεται, όταν αναφέρεται για την πομπή που γίνονταν στην Αθήνα των ημερών του για τον Ήλιο και τις Ώρες. Άλλες ειρεσιώνες αναρτούνταν πάνω στις πόρτες των οικιών και παρέμεναν εκεί μέχρι το επόμενο έτος, όπου καίγονταν και αντικαθιστούνταν με νέες.
 
Γενικά οι καρποί της ειρεσιώνης συμβολίζουν το γεωργικό χαρακτήρα των γιορτών κατά τη διάρκεια της περιφοράς της. Η ειρεσιώνη είναι προσφορά ανάλογη με τη δέσμη από στάχυα, την οποία οι Ρωμαίοι αναρτούσαν στις πόρτες του ναού της
Ceres, (η οποία ταυτίζεται με τη Θεά Δήμητρα) και των οικιών τους.
Το μαραμένο κλαδί ήταν συνηθισμένο θέαμα. Ο Αριστοφάνης στον Πλούτο περιγράφει κάποιο περιστατικό με έναν νέο που προσβάλλει μία γριά γυναίκα και φέρνει το δαυλό του στο ταλαιπωρημένο της πρόσωπο, εκείνη φωνάζει: "Λυπήσου με, μη φέρνεις το δαυλό σου τόσο κοντά μου" και ο Χρέμυλος λέει: "Ναι, δίκιο έχει γιατί αν αρπάξει μια σπίθα θα καεί σαν παλιά ειρεσιώνη".

Κατά τα Παναθήναια, το κλαδί κόβονταν από ιερή ελιά που βρισκόταν στην Ακαδήμεια. Τα ελαιόδενδρα καλούνταν "μόριαι ελαίαι", διότι θεωρούνταν πως πολλαπλασιάστηκαν από καταβολάδες που αποσπάστηκαν από την πρωταρχική ελιά της Ακρόπολης. Από αυτά τα ελαιόδενδρα λαμβάνει ο Ζευς το προσωνύμιο Μόριος, ως προστάτης και φύλακας των ιερών αυτών ελαιοδένδρων. Μετά την κατασκευή της ειρεσιώνης γίνονταν περιφορά με πομπή και άσματα στην Ακρόπολη, προς τιμήν της Πολιάδας Αθηνάς.
Από τον Παυσανία διασώζεται η ακόλουθη περιγραφή της τελετής κατά την έβδομη μέρα της γιορτή των Πυανεψίων : "Η ειρεσιώνη είναι ένα κλαδί ελιάς περιτυλιγμένο με μαλλί και από αυτό κρέμονται διάφοροι καρποί της Γής. Ένα αγόρι, του οποίου ζουν και οι δύο γονείς, το μεταφέρει και το τοποθετεί μπροστά από τις πόρτες του Ιερού του Απόλλωνα, κατά τη γιορτή των Πυανεψίων". Οι "αμφιθαλείς παίδες", δηλαδή αυτοί που έχουν και τους δύο γονείς στη ζωή, περιέφεραν την ειρεσιώνη από οικία σε οικία και έψελναν ειδικό άσμα, το οποίο είχε το ίδιο όνομα και είναι ως εξής: "Ειρεσιώνη σύκα φέρει και πίονας άρτους και μέλι εν κοτύλη και έλαιον αποψήσασθαι και κύλικ' εύζωρον, ως αν μεθύουσα καθεύδη". Τα παιδιά έπερναν από τους οικοδεσπότες φιλοδώρημα. Αυτό υπενθυμίζει το αρχαίο χελιδόνισμα της Ρόδου, όπως και το σύγχρονο έθιμο του τραγουδίσματος των καλάνδων από παιδιά σε κάθε οικία κατά την παραμονή των χριστουγέννων.

Τη δεύτερη μέρα της γιορτής των Θαργηλίων, η οποία θεωρούνταν από τους Δήλιους πως ήταν η μέρα γέννησης του Απόλλωνα, τα παιδιά κρεμούσαν τις ειρεσιώνες έξω από τις πόρτες των οικιών, ψάλλοντας το ομώνυμο άσμα. Το μνημονευόμενο άσμα υποδηλώνει αποτροπή αφορίας.

Πολλοί έριζαν περί της αρχής της ειρεσιώνης. Σύμφωνα με κάποιους, πρώτα κατασκευάστηκε από τον Θησέα, ο οποίος παίρνοντας κλαδί από την ιερή ελιά και αφού το έφτιαξε κατάλληλα, το ανέθεσε στον Απόλλωνα ως ικετήριο και έπειτα απέπλευσε για την Κρήτη. Από τότε και έπειτα επικράτησε η εν λόγω συνήθεια.
 
Ο Πλούταρχος γράφει σχετικά "Γενομένου του κλήρου παραλαβών τούς λαχόντας ο Θησεύς εκ του πρυτανείου και παρελθών εις Δελφίνιον, έθηκεν υπέρ αυτών τωι Απόλλωνι την ικετηρίαν. Ην δε κλάδος από της ιεράς ελαίας ερίωι λευκώι κατεστεμμένος".

Σύμφωνα με άλλους, πλέοντας ο Θησέας προς την Κρήτη, παρασύρθηκε από τον αέρα στη Δήλο, εκεί, ορκίστηκε στον Απόλλωνα να τον στέψει με κλαδί ελιάς, εάν επέστρεφε από την Κρήτη, αφού προηγουμένως θα είχε φονεύσει τον Μινώταυρο. Άλλη εκδοχή είναι ότι το έθιμο γίνονταν σε ανάμνηση των Ηρακλειδών, τους οποίους έτρεφαν οι Αθηναίοι, με τον τρόπο που αναφέρει το άσμα ειρεσιώνη.
Υπάρχει όμως και τέταρτη εκδοχή, κατά την οποία συνέβη κάποτε παγκόσμιος λιμός και έσπευσαν απ' όλα τα μέρη της Γής προς τα μαντεία για να ρωτήσουν περί της απαλλαγής από το λιμό. Τότε ο Απόλλων είπε προς όλους ομόφωνα, ότι, αν οι Αθηναίοι δεν προσεύχονταν και δεν πρόσφεραν θυσία στη Δήμητρα, την ημέρα των Προηροσίων (προ της αρόσεως), στο όνομα όλων των λαών, δεν θα έπαυε ο λιμός. Αμέσως, όλοι οι λαοί της Γής, έστειλαν πρέσβεις στους Αθηναίους, οι δε Σκύθες απέστειλαν τον ιερέα του Απόλλωνα, Άβαρι. Τότε πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα αυτή η ικετηρία και από τότε όλα τα έθνη έστελναν απαρχές των καρπών προς τους Αθηναίους.

Ο συγγραφέας του Βίου του Ομήρου, που εσφαλμένα αποδίδουν στον Ηρόδοτο, διηγείται ότι ο ποιητής, περνώντας τον χειμώνα στη Σάμο, εμφανίζονταν κατά την πρώτη μέρα κάθε μήνα μπροστά στις οικίες των πλουσίων και πετύχαινε φιλοδωρήματα απαγγέλοντας μικρό ποίημα που ονομάζονταν ειρεσιώνη. Αυτό το "επαιτικόν άσμα" διασώθηκε και φέρει τον αριθμό 15 στη συλλογή των ομηρικών επιγραμμάτων. Ο βιογράφος προσθέτει ότι τα παιδιά της Σάμου εξακολουθούσαν για μακρύ χρονικό διάστημα να το τραγουδούν κατά τις γιορτές του Απόλλωνα. Είναι πιθανόν ότι το όνομα ειρεσιώνη, δόθηκε αρχικά σε θρησκευτικό άσμα, το οποίο επικαλείται την θεία εύνοια και στη συνέχεια εφαρμόστηκε σε όλα τα είδη των ασμάτων, τα οποία απέβλεπαν να πετύχουν χάρισμα ή εύνοια. ίσως το ρήμα είρω (ζητώ) δεν είναι χωρίς επίδραση για την αλλαγή της σημασίας. Από αυτό προέκυψε ότι το ποίημα ειρεσιώνη ποίησε ο Όμηρος και ότι αργότερα η ειρεσιώνη κατάντησε το γενικό άσμα των ασμάτων που τραγουδιόταν από τους επαίτες.

Οι ειρεσιώνες αναρτούνταν πάνω από τις θύρες των οικιών, όπου παρέμεναν όλη τη διάρκεια του έτους, μετά τη λήξη του οποίου καίγονταν και αντικαθιστούνταν από νέα κλαδιά, έχει το σύγχρονο αντίστοιχο της ανάρτησης κλαδιών και στεφάνων από άνθη πάνω από τις πόρτες, τα παράθυρα ή τους εξώστες των οικιών κατά την πρώτη κάθε Μαΐου.

Σχετική αναφορά με τα έθιμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου και των καλάνδων, μας σώζει ο Φίλιππος Βρετάκος στο βιβλίο του "Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των". Σε αυτό το βιβλίο του ο Φίλιππος Βρετάκος μας λέει:
"....Είναι, δηλαδή, υπολείμματα της περιφήμου "ειρεσιώνης", και της "ικετηρίας" των αρχαίων Ελλήνων, και μάλιστα των αρχαίων Αθηναίων. Ήσαν δε η μεν Ικετηρία κλάδος ελαίας, από του οποίου εκρέμων ποκάρια μαλλιού, και έφερον αυτόν όσοι ήθελον να ικετεύσουν τον Θεόν ομαδικώς, δια την απαλλαγήν του τόπου από δεινού τινός κακού, π.χ. από νοσήματος, πανώλους, χολέρας ή ομοίου. Ως επί το πολύ, όμως, εβάσταζε την Ικετηρίαν άνθρωπος, ο οποίος ήθελε να τεθή υπό την προστασίαν θεού και της ανωτέρας αρχής, για να προβή εις αποκαλύψεις εναντίον ισχυρών ανθρώπων ή αρχόντων."

Σημείωση : ΕΙΡΕΣΙΩΝΗ ή Κότινος = αγριελαία – κοτινάς είναι ο καρπός του κοτίνου.
Κότινος ή Ειρεσιώνη - Κλάδος ελαίας στολισμένος με τούφες λευκού ερίου (μαλλιού) που έδιναν ακριβώς την εντύπωση του "βάμβακος". "Είρια από ξύλου", "δενδρόμαλλον"

Cotton  διεθνώς σημαίνει το βαμβάκι, βαμβακερόν κ.λ.π

Στην Γερμανική είναι
Baum-Wolle .Δηλαδή "έριον δένδρου". Ο συνειρμός είναι εκ του Κοτίνου : "είρια από ξύλου".

- Υπάρχουν τέσσερα σῳζόμενα ἀρχαῖα ἑλληνικὰ καὶ προρρωμαϊκὰ κάλαντα, ἤτοι δύο εἰρεσιώνας ἕνα χελιδόνισμα, καὶ ἕνα κορώνισμα :

Εἰρεσιώνη α΄
Δῶμα προσετραπόμεσθ΄ ἀνδρὸς μέγα δυναμένοιο,
ὃς μέγα μὲν δύναται, μέγα δὲ βρέμει, ὄλβιος αἰεί.
Αὐταὶ ἀνακλίνεσθε θύραι. πλοῦτος γὰρ ἔσεισι
πολλός, σὺν πλούτῳ δὲ καὶ εὐφροσύνη τεθαλυῖα,
5 εἰρήνη τ᾽ ἀγαθή. ὅσα δ᾽ ἄγγεα, μεστὰ μὲν εἴη,
κυρβέη δ᾽ αἰεὶ κατὰ καρδόπου ἕρποι μᾶζα,
τοῦ παιδὸς δὲ γυνὴ κατὰ διφράδα βήσεται ὕμμιν,
ἡμίονοι δ᾽ ἄξουσι κραταίποδες ἐς τόδε δῶμα,
αὐτὴ δ᾽ ἱστὸν ὑφαίνοι ἐπ΄ ἠλέκτρῳ βεβαυῖα.
10 νεῦμαί τοι νεῦμαι ἐνιαύσιος ὥστε χελιδὼν
ἕστηκ᾽ ἐν προθύροις ......................................
εἰ μέν τι δώσεις. εἰ δὲ μή, οὐχ ἑστήξομεν˙
οὐ γὰρ συνοικήσοντες ἐνθάδ᾽ ἤλθομεν.

Μετάφραση

Μπαίνουμε μὲς στ᾽ ἀρχοντικὸ μεγάλου νοικοκύρη,
ἀντρειωμένου καὶ βροντόφωνου καὶ πάντα εὐτυχισμένου.
Ἀνοίξτε, πόρτες, μόνες σας, πλοῦτος πολὺς νὰ ἔμπῃ μέσα,
καὶ μὲ τὸν πλοῦτο συντροφιὰ χαρὰ μεγάλη κι εὐτυχία
κι ὁλόγλυκη εἰρήνη. τ᾽ ἀγγειά του ὅλα γεμάτα νἆναι
καὶ τὸ ψωμὶ στὴ σκάφη νὰ φουσκώνῃ πάντα καὶ νὰ ξεχειλίζῃ.
γι᾽ αὐτὸ ἐδῶ τὸ παλληκάρι σας ἡ νύφη νἄρθῃ θρονιασμένη σὲ θρονί,
ἡμίονοι σκληροπόδαροι στὸ σπιτικὸ αὐτὸ νὰ σᾶς τὴν κουβαλήσουν,
καὶ νὰ ὑφαίνῃ πανὶ σὲ ἀργαλειὸ μὲ χρυσάργυρες πατῆθρες.
σοὔρχομαι σοῦ ξανάρχομαι σὰ χελιδόνι κάθε χρόνο
καὶ στὴν αὐλόθυρά σου στέκομαι .
............................................................................................
Ἂν εἶναι νὰ μᾶς δώσῃς τίποτα, καλὰ καὶ καμωμένα,
εἰ δὲ μή, δὲν θὰ στεκόμαστε ἐδῶ γιὰ πάντα.
γιατὶ ἐδῶ δὲν ἤρθαμε γιὰ νὰ συγκατοικήσουμε μαζί σου.

Τὸ τραγούδι διασῴζουν ὁ συντάκτης τοῦ ψευδηροδοτείου Βίου τοῦ Ὁμήρου καὶ ἡ Σούμμα.. δημοτικὸ τῆς Σάμου ὁπωσδήποτε ἀρχαιότερο τοῦ 500 π.κ.ε., ποὺ ἴσως φτάνει καὶ μέχρι τὸν Ζ΄ π.Χ. αἰῶνα. Γλῶσσα αὐθεντικὴ καὶ ἀρχαϊκὴ ἰωνικὴ τῆς Σάμου. Δακτυλικὸ ἑξάμετρο, μέτρο τῆς ἐπικῆς ποιήσεως σὲ κατ΄ οὐσίαν λυρικὸ κομμάτι, πρᾶγμα ποὺ μαρτυρεῖ χρόνο ἀρχαιότερο ἀπὸ τὴν ἄνθησι τῆς τυπικῆς λυρικῆς ποιήσεως καὶ θυμίζει τὰ λεγόμενα Προοίμια ἢ Ὁμηρικοὺς Ὕμνους, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι στὴν οὐσία τους λυρικά.
 
Απουσία κάθε ἴχνους θρησκείας, καθὼς καὶ νομίσματος. Αὐθεντικὸ παιδικὸ τραγούδι.
Ο συντάκτης τοῦ Βίου, ὁ ὁποῖος τόσο τὸ κομμάτι αὐτὸ ὅσο καὶ πολλὰ ἄλλα ἀρχαϊκὰ ἀδέσποτα καὶ δημοτικά, ἐπικὰ στὸ μέτρο καὶ λυρικὰ στὴν οὐσία, ὅλα σὲ ἰωνικὴ διάλεκτο, προσπαθεῖ νὰ τὰ περάσῃ ὅλα σὰ χάντρες στὸ νῆμα τοῦ Βίου, προφανῶς γιὰ νὰ τὰ περισώσῃ καὶ γιὰ νὰ αἰτιολογήσῃ τὴν ὕπαρξί τους στὴν παράδοσι.

Στὴν εἰσαγωγὴ γιὰ τὴν εἰρεσιώνη αὐτὴ, λέει ὅτι τὴν τραγουδοῦσε ὁ τυφλὸς καὶ φτωχὸς Ὅμηρος στὴ Σάμο ἀπὸ ἀρχοντικὸ σὲ ἀρχοντικό, ὁδηγούμενος ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποὺ τραγουδοῦσαν κι αὐτὰ μαζί του… στὰ ἐπιλεγόμενα ὅμως γιὰ τὸ τραγούδι λέει˙ <<Ἤιδετο δὲ τάδε τὰ ἔπεα ἐν τῇ Σάμῳ ἐπὶ πολὺν χρόνον ὑπὸ τῶν παίδων, ὅτε ἀγείροιεν ἐν τῇ ἑορτῇ τοῦ Ἀπόλλωνος>>.
 
Η ἑορτὴ αὐτὴ πιθανῶς ἦταν ἡ ἴδια ἡ ἰσημερία καὶ πρωτοχρονιά, διότι τέτοια μέρα ἦταν εὐνόητο νὰ ἑορτάζεται ὁ Ἀπόλλων - Ἥλιος. Αὐτὸ φυσικὰ δείχνει ὄχι τὴν ἀρχικὴ πραγματικότητα, ἀλλ᾽ ἐκείνη τοῦ Β΄ π.Χ. αἰῶνος, ὅταν βρῆκε καὶ περισυνέλεξε τὸ ᾆσμα ὁ συντάκτης τοῦ Βίου. Η ἑορτὴ ὁρίζεται ἢ μετασκευάζεται καὶ σὲ μεταγενέστερο χρόνο.
 
Επίσης ὁ στίχος 10 μὲ τὴν ἀπροσδόκητη καὶ σαφῶς ἀταίριαστη ἀναφορὰ τῆς χελιδόνος εἶναι προφανῶς προσθήκη ἢ διασκευὴ νεώτερη τοῦ 432 π.κ.ε., ὅταν ἡ πρωτοχρονιὰ μετατέθηκε ἀπὸ τὴ φθινοπωρινὴ στὴν ἐαρινὴ ἰσημερία, ὁπότε ἡ εἰρεσιώνη αὐτὴ χρησιμοποιήθηκε καὶ ὡς χελιδόνισμα. Στὸ κείμενο τῆς Σούμμας ἡ προσθήκη ἔχει καὶ προέκτασι μὲ ὀνομαστικὴ ἀναφορὰ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ συνεπῶς εἰσδοχὴ θρησκευτικοῦ στοιχείου ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ὄψιμη ἐποχή.
 
Όλη μαζὶ ἡ προσθήκη ἔχει ὡς ἑξῆς...

10 νεῦμαί τοι νεῦμαι ἐνιαύσιος ὥστε χελιδὼν
ἕστηκ᾽ ἐν προθύροις ψιλὴ πόδας. ἀλλὰ φέρ᾽ αἶψα
πέρσαι τῷ Ἀπόλλωνος γυιάτιδος ....................
 

Εἰρεσιώνη β΄
--------------

Εἰρεσιώνῃ σῦκα φέρειν καὶ πίονας ἄρτους
καὶ μέλι ἐν κοτύλῃ καὶ ἔλαιον ἀναψήσασθαι
καὶ κύλικ᾽ εὔζωρον, ὡς ἂν μεθύουσα καθεύδῃ.

Μετάφρασι

Στὴν εἰρεσιώνη φέρνε σῦκα καὶ ψωμιὰ ἀφράτα
καὶ μέλι στὴν κούπα καὶ μύρο ν᾽ ἀλειφτῇ
καὶ κρασὶ στὸ ποτήρι δυνατό, γιὰ νὰ κοιμᾶται σουρωμένη.
Τὸ τραγούδι διασῴζουν ὁ Πλούταρχος καὶ ἡ Σούμμα 16. δημοτικὸ τῶν Ἀθηνῶν τῆς κλασσικῆς ἢ ἀλεξανδρινῆς ἐποχῆς, πιθανῶς ὄχι ὁλόκληρο. γλῶσσα πρότερη κοινὴ ἑλληνικὴ ἡ λεγομένη καὶ ἀττική. μέτρο λυρικῆς ποιήσεως. ἡ μεταγενέστερη ἡλικία του φαίνεται κι ἀπὸ τὴν προχωρημένη σημασία τοῦ ὅρου εἰρεσιώνη. σημαίνει τὴν παρέα τῶν ἀντρῶν πλέον ποὺ τὴν τραγουδοῦν σὲ συμπόσιο, ὅπου ἀλείφονται μὲ μυρέλαιο καὶ πίνουν καὶ μεθοῦν καὶ κοιμοῦνται.

Τὸ τραγούδι διασῴζουν ὁ Πλούταρχος καὶ ἡ Σούμμα.. δημοτικὸ τῶν Ἀθηνῶν τῆς κλασσικῆς ἢ ἀλεξανδρινῆς ἐποχῆς, πιθανῶς ὄχι ὁλόκληρο. Γλῶσσα πρότερη κοινὴ ἑλληνικὴ ἡ λεγομένη καὶ ἀττική. Μέτρο λυρικῆς ποιήσεως. Η μεταγενέστερη ἡλικία του φαίνεται κι ἀπὸ τὴν προχωρημένη σημασία τοῦ ὅρου εἰρεσιώνη. Σημαίνει τὴν παρέα τῶν ἀντρῶν πλέον ποὺ τὴν τραγουδοῦν σὲ συμπόσιο, ὅπου ἀλείφονται μὲ μυρέλαιο καὶ πίνουν καὶ μεθοῦν καὶ κοιμοῦνται. Απουσία θρησκείας καὶ νομίσματος, ἴσως ὅμως συμπτωματική, ὀφειλόμενη στὸ ὅτι πρόκειται γιὰ μικρὸ ἀπόσπασμα˙ ἂν πρόκηται γιὰ τέτοιο.
 
Η καταγωγὴ τοῦ τραγουδιοῦ ἀνεβάζεται μέχρι τὸ Θησέα τόσο ἀπὸ τὸν Πλούταρχο ὅσο κι ἀπὸ τὴ Σούμμα, ἡ ὁποία ἴσως ἀντλεῖ ἀπ΄ αὐτόν. Στὴ Σούμμα λέγεται ὅτι τραγουδιόταν στὴν Ἀθήνα κατὰ τὶς ἑορτὲς Πυανέψια τοῦ Ἀπόλλωνος (7 Πυανεψιῶνος = 22 Ὀκτωβρίου, περίπου φθινοπωρινὴ ἰσημερία καὶ πρωτοχρονιὰ) καὶ Θαργήλια τοῦ Ἡλίου καὶ τῶν Ὡρῶν (=ἐποχῶν τοῦ ἔτους) (7 Θαργηλιῶνος = 22 Μαΐου, ἴσως ἐαρινὴ ἰσημερία καὶ πρωτοχρονιά, ἴσως καὶ θερινὸ ἡλιοστάσιο. περίπου δηλαδή).
 
Πάντως οὔτε ὁ Πλούταρχος οὔτε ὁ συντάκτης τοῦ σχετικοῦ λήμματος τῆς Σούμμας φαίνονται νὰ γνωρίζουν ἢ ν᾽ ἀντιλαμβάνωνται ὅτι ἡ εἰρεσιώνη ἦταν, κατ᾽ ἀρχὴν τοὐλάχιστο, αὐτὸ ποὺ λέμε τώρα κάλαντα. Ημίονος ἐδῶ ἐννοεῖται ὁ φυσικὸς καὶ γόνιμος ἡμίονος (κυπραίικο γαϊδούρι) (Βίβλος, Γε 45, 23˙ Β’ Βα 13, 29. - Ὅμηρος, Β 852˙ Η 333), κι ὄχι τὸ ἄγονο ὑβρίδιο ‘’μουλάρι’’, ποὺ λεγόταν οὐρεύς (Ὅμηρος, Α 50˙ Ω 702).

Εἰρεσιώνη γ΄
--------------

Το τραγούδι της Ειρεσιώνης της εποχής του Ομήρου, το απαντάμε σήμερα με μικρές παραλλαγές στα κάλαντα της Θράκης:
Στο σπίτι ετούτο πού 'ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη
ν' ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα
να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη
και να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι
κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι».

3)... <<ΧΕΛΙΔΟΝΙΣΜΑ>>

Χελιδονίσματα λέγονταν στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα τὰ κάλαντα τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς, ἐπειδὴ τὰ παιδιά ποὺ τὰ τραγουδοῦσαν περιερχόμενα στὰ σπίτια καὶ δεχόμενα φιλοδωρήματα, κυρίως ἀνήγγελλαν τὸν ἐρχομὸ τῆς ἀποδημητικῆς χελιδόνος. Τὰ παιδιὰ αὐτὰ λέγονταν χελιδονισταί, καὶ μέχρι σήμερα ἡ χελιδόνα τραγουδιέται ἀπὸ τὰ παιδιὰ σὰν κάλαντα τῆς 1 Μαρτίου σ᾽ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα.
Οἱ δὲ σημερινοὶ χελιδονισταὶ ἔχουν μιὰ ξύλινη χελιδόνα ποὺ τὴν περιστρέφουν σὲ ἄξονα μὲ ἑλκόμενο κορδόνι πάνω σὲ μιὰ ξύλινη τρουλλοειδῆ βάσι στολισμένη μὲ πρώιμα λουλούδια. Τὸ ἴδιο πρέπει, νομίζω, νὰ ἔκαναν καὶ οἱ ἀρχαῖοι χελιδονισταί.
Τὰ ἴδια ἐαρινὰ κάλαντα σὲ μερικὲς περιοχὲς τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος λέγονταν κορωνίσματα, καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ τὰ τραγουδοῦσαν κορωνισταί, ἐπειδὴ ἀντὶ γιὰ τὴ χελιδόνα τραγουδοῦσαν τὴν κορώνη (=κουρούνα), ἀποδημητικὸ πτηνὸ καρακοειδές. Στὸ μοναδικὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κορώνισμα, ποὺ διασώθηκε, φαίνεται ἔντονα ὅτι οἱ κορωνισταὶ κρατοῦσαν κι ἔπαιζαν ὁμοίωμα κορώνης, τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ στὴ χελιδόνα, πρᾶγμα ἄλλωστε ποὺ μαρτυρεῖται ὡς ἐπιβίωσι καὶ στὴ νεοελληνικὴ παιδικὴ ἐθιμικὴ πρακτική…
 
Κατὰ τὴ ῥωμαϊκὴ ἐποχή, δηλαδὴ τὴν ἑλληνορρωμαϊκὴ καὶ βυζαντινή, αἱ εἰρεσιῶναι καὶ τὰ χελιδονίσματα ἢ κορωνίσματα ἔγιναν κάλανδα ἢ κάλαντα, ἢ μὲ κάποια γλωσσικὴ φθορὰ "κόλιντα", ἀπὸ τὶς ῥωμαϊκὲς
kalendae =νουμηνία, πρωτομηνιά, τραγούδια πρωτομηνιᾶς καὶ πρωτοχρονιᾶς -Ἀρχιμηνιὰ κι ἀρχιχρονιά-, ἀγγελτήρια τῆς ἀλλαγῆς τοῦ μηνὸς ἢ τῆς χρονιᾶς… καὶ ἔτσι μὲ τὴ λατινική τους ὀνομασία ἔμειναν μέχρι σήμερα.

Χελιδόνισμα
--------------

Ἦλθ΄ ἦλθε χελιδὼν
καλὰς ὥρας ἄγουσα,
καλοὺς ἐνιαυτούς,
ἐπὶ γαστέρα λευκά,
5 ἐπὶ νῶτα μέλαινα.

Παλάθαν σὺ προκύκλει ἐκ πίονος οἴκου
οἴνου τε δέπαστρον τυροῦ τε κάνιστρον.
καὶ πύρνα χελιδὼν καὶ λεκηθίταν οὐκ ἀπωθεῖται.

Πότερ᾽ ἀπίωμες ἢ λαβώμεθα;
10 εἰ μέν τι δώσεις. εἰ δὲ μή, οὐκ ἐάσομες.
ἢ τὰν θύραν φέρωμες ἢ τὸ ὑπέρθυρον
ἢ τὰν γυναῖκα τὰν ἔσω καθημέναν.
μικρὰ μέν ἐστι, ῥᾳδίως νιν οἴσομες.
ἂν δὴ φέρῃς τι, μέγα δή τι φέροις.
15 ἄνοιγ᾽ ἄνοιγε τὰν θύραν χελιδόνι.
οὐ γὰρ γέροντές ἐσμεν, ἀλλὰ παιδία.

Μετάφρασι

Ἦρθε ἦρθε ἡ χελιδόνα,
φέρνει τὸν καλὸ καιρό,
φέρνει τὴν καλὴ χρονιά.
εἶναι ἄσπρη στὴν κοιλιά,
μαύρη στὴ ῥάχι ἑπάνω.

Κύλα κατὰ δῶ ἕναν πελτὲ σύκου ἀπ᾽ τὸ σπιτικὸ τὸ γεμάτο καλούδια.
κέρνα μας ἕνα ποτήρι κρασί, δός μας κι ἕνα πανέρι τυρί.
ἡ χελιδόνα δὲν λέει ὄχι καὶ στὰ σταρόψωμα καὶ στὴν κουλούρα.

Τί λές; θὰ μᾶς δώσῃς ἢ νὰ φύγουμε;
κι ἂν μὲν μᾶς δώσῃς, καλὰ καὶ καμωμένα.
ἂν ὅμως δὲν μᾶς δώσῃς, δὲν θὰ περάσῃ ἔτσι.
ἢ τὴν αὐλόπορτα σοῦ σηκώνουμε ἢ τὸ στέγαστρό της,
ἢ τὴν κοπελλάρα ποὺ κάθεται στὸ σπίτι μέσα.
εἶναι μικρούλα βέβαια, ἀλλὰ τόσο τὸ καλλίτερο,
γιὰ νὰ τὴ σηκώνουμε κι ἐμεῖς ἀκόμη εὐκολώτερα.
κι ἂν φέρῃς νὰ μᾶς δώσῃς κάτι, νἆναι κάτι μεγάλο.
ἔλα ἄνοιξε τὴν πόρτα σου μπροστὰ στὴ χελιδόνα.
δὲν εἴμαστε γέροι ἄνθρωποι, εἴμαστε παιδάκια.


Τὸ τραγούδι διασῴζουν ὁ Ἀθήναιος καὶ ἀποσπασματικὰ ὁ Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης ποὺ ὁμολογουμένως ἀντλεῖ ἀπὸ τὸν Ἀθήναιο. Ο δὲ Ἀθήναιος τὸ πῆρε ἀπὸ τὸ μὴ σῳζόμενο σήμερα ἔργο τοῦ ἱστορικοῦ τῶν ἀλεξανδρινῶν χρόνων Θεόγνιδος Περὶ τῶν ἐν Ῥόδῳ θυσιῶν, βιβλίον β΄... δημοτικὸ τῆς Ῥόδου ὁπωσδήποτε ἀρχαιότερο τοῦ 500 π.κ.ε., ἀλλὰ καὶ μὲ κομμάτια μεταγενέστερα τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρυθμίσεως τοῦ Μέτωνος κατὰ τὸ 432 π.κ.ε.. Γλῶσσα αὐθεντικὴ καὶ ἀρχαϊκὴ δωρικὴ τῆς Ῥόδου, μέτρα λυρικῆς ποιήσεως, ᾆσμα διαιρούμενο κατὰ τὴ γνώμη μου σὲ τρεῖς στροφές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες μία εἶναι τὸ ἡμερολογιακὸ ἄγγελμα, μία τὰ αἰτήματα τῶν χελιδονιστῶν, καὶ μία οἱ ἀπειλές των σὲ περίπτωσι μὴ ἐκπληρώσεως τῶν αἰτημάτων τους.
 
Αὐθεντικὸ παιδικὸ τραγούδι.
 
Οἱ στροφὲς β΄ καὶ γ΄, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς δυὸ ἀναφορὲς τῆς χελιδόνος, εἶναι τὸ ἀρχαιότερο μέρος καὶ προέρχονται ἀπὸ εἰρεσιώνη φθινοπωρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς. … Η α΄ στροφὴ ὅμως, ποὺ εἶναι καὶ σὲ διαφορετικὸ μέτρο, καὶ οἱ δύο παρακάτω ἀναφορὲς τῆς χελιδόνος εἶναι τὸ νεώτερο κομμάτι τὸ προστεθειμένο μετὰ τὸ 432 π.κ.ε. καὶ ἀναφέρονται σὲ ἐαρινὴ ἰσημερία καὶ πρωτοχρονιά. Εἶναι τὸ κυρίως χελιδόνισμα. Τὸ δείχνουν τὰ καλούδια ποὺ ζητοῦν τὰ παιδιά.
 
Ο Θέογνις ἔλεγε ὅτι τραγουδιόταν στὴ Ῥόδο κατὰ τὸ μῆνα Βοηδρομιῶνα (= 15 Σεπτεμβρίου - 15 Ὀκτωβρίου, ἀκριβῶς φθινοπωρινὴ ἰσημερία καὶ πρωτοχρονιά), πρᾶγμα ποὺ στὴν ἀρχὴ μᾶς ἐκπλήσσει, ἀφοῦ ἀναγγέλλει τὴν ἔλευσι τῆς χελιδόνος, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ σκέψι, μᾶς βεβαιώνει γιὰ τὴν ἀλλαγὴ καὶ προσαρμοστικὴ προσθήκη καὶ διασκευὴ ποὺ εἶπα προηγουμένως.
 

Ο Ἀθήναιος λέει ὅτι τὸν ἀγερμὸν αὐτὸν τὸν κατέδειξε πρῶτος ὁ Κλεόβουλος ὁ Λίνδιος στὴ Λίνδο τῆς Ῥόδου, ἕνας δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς λεγομένους ἑπτὰ σοφούς, ποὺ φέρονται νὰ ἔζησαν γύρω στὸ 600 π.κ.ε.. ἀσφαλῶς τόσο ἀρχαῖες μποροῦν νὰ εἶναι μόνο οἱ στροφὲς β΄ καὶ γ΄, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν προμετώνειο εἰρεσιώνη, καὶ ὄχι τὸ χελιδόνισμα τῆς α΄ στροφῆς. Σ' ὅλο τὸ ᾆσμα εἶναι βέβαιη ἡ ἀπουσία θρησκείας καὶ νομίσματος. Άξια σημειώσεως εἶναι τὸ ἀστεῖο παιδικὸ θράσος τῶν χελιδονιστῶν καὶ ἡ ἐπίσης ἀστεία καὶ ἀπαιτητικὴ παιδικὴ ἀπειλή τους .. «Ἢ μᾶς δίνεις ὅ,τι ἀπαιτοῦμε, ἢ σοῦ χαλᾶμε τὴν αὐλόπορτα καὶ ...ἀπάγουμε καὶ τὴν κοπελλάρα τοῦ σπιτιοῦ (προφανῶς νεογνό!) -κι ἂν εἶναι καὶ μικρή, τόσο τὸ καλλίτερο. νὰ μποροῦμε καὶ νὰ τὴ σηκώσουμε!». Έμμεσο ἐγκώμιο τῆς ὀμορφιᾶς τῆς μικρῆς, πού, ἀπὸ τώρα κιόλας, γίνεται στόχος ἐρωτικῶν ἀπαγωγέων!
 
Καὶ στὰ σημερινὰ κόλιντα τῆς Τερπνῆς Σερρῶν ὑπάρχει τὸ στοιχεῖο τῆς ἀπειλῆς. ὑπάρχουν τρία στοιχεῖα. α΄) τὸ ἡμερολογιακὸ ἄγγελμα μὲ τὶς εὐχές, β΄) τὸ θρασὺ αἴτημα, καὶ γ΄) ἡ παιδικὴ ἀπειλή. ὅπως ἀκριβῶς σ΄ αὐτὸ τὸ δωρικὸ χελιδόνισμα. δηλαδή.

α΄. Κόλιντα, μπάμπω, κόλιντα! (ἄγγελμα)
τρεῖς χιλιάδις πρόβατα,
κι ἄλλα τόσα γίδια. (εὐχὲς)
β΄. Δῶσι, κυρά, καρύδια,....
δῶσι κι ἄλλα,... (θρασὺ αἴτημα)
γ ΄. Νὰ μὴ σὶ σπάσου τὰ κιραμίδια!
νὰ μὴ σὶ σπάσου τ᾽ σκάλα ! (ἀπειλή).

Εἶναι ἐκπληκτικὸ ὅτι τὰ στοιχεῖα αὐτὰ διατηρήθηκαν τόσους αἰῶνες. Υπ᾽ ὄψιν δὲ ὅτι καὶ ἡ Τερπνή, ὅπως ἡ Ῥόδος, ἦταν μέρος δωρικό, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς λέξεις τῆς τοπικῆς της λαλιᾶς ἀσαμόραστος καὶ μᾶκος (σᾶμα-σῆμα, μάκων-μήκων. βλ. Λεξικὸ τοῦ Ν. Πασχαλούδη). ἄλλωστε καὶ ὅλοι οἱ Μακεδόνες ἦταν Δωριεῖς, ἀφοῦ, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ μέσα στ᾽ ὄνομά τους φαίνεται τὸ δωρικὸ μᾶκος (=μῆκος, ψηλὸ ἀνάστημα).


4. Κορώνισμα

Ἐσθλοί, κορώνῃ χεῖρα πρόσδοτε κριθέων
τῇ παιδί τἀπόλλωνος ἢ λέκος πυρῶν
ἢ ἄρτον ἢ ἤμαιθον ἢ ὅτι τις χρῄζει.
δότ᾽, ὦγαθοί, <τι> τῶν ἕκαστος ἐν χερσὶν
5 ἔχει κορώνῃ. χἅλα λήψεται χόνδρον.
φιλεῖ γὰρ αὕτη πάγχυ ταῦτα δαίνυσθαι.
ὁ νῦν ἅλας δοὺς αὖθι κηρίον δώσει.
ὦ παῖ, θύρην ἄγκλινε. πλοῦτος ἤκουσε,
καὶ τῇ κορώνῃ παρθένος φέρει σῦκα.
10 θεοί, γένοιτο πάντ᾽ ἄμεμπτος ἡ κούρη
κἀφνειὸν ἄνδρα κὠνομαστὸν ἐξεύροι.
καὶ τῷ γέροντι πατρὶ κοῦρον εἰς χεῖρας
καὶ μητρὶ κούρην εἰς τὰ γοῦνα κατθείη,
θάλος τρέφειν γυναῖκα τοῖς κασιγνήτοις.
15 ἐγὼ δ᾽ ὅκου πόδες φέρουσιν, ὀφθαλμοὺς
ἀμείβομαι Μούσῃσι πρὸς θύρῃσ᾽ ᾄδων
καὶ δόντι καὶ μὴ δόντι πλέονα τῶν γεω.
......................................................
ἀλλ᾽ , ὦγαθοί, ἐπορέξαθ᾽ ὧν μυχὸς πλουτεῖ .
δὸς ὦν, ἄναξ, δὸς καὶ σὺ πότνα μοι νύμφη.
20 νόμος κορώνῃ χεῖρα δοῦν᾽ ἐπαιτούσῃ.
τοσαῦτ᾽ ἀείδω. δός τι καὶ καταχρήσει.

Μετάφραση

Δῶστε, καλοί μου, μιὰ χεριὰ κριθάρι στὴν κορώνη,
τὴν κόρη τοῦ Ἀπόλλωνος, ἢ ἕνα πιάτο στάρι,
ἢ ἕνα ψωμὶ ἢ ἕνα ἡμιώβολο, ἢ ὅ,τι ἔχει κανεὶς προαίρεσι.
δῶστε, καλοί μου, κάτι ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ ὅλοι σας κρατᾶτε,
δῶστε στὴν κορώνη. παίρνει δὲ καὶ λίγα σπυριὰ ἁλάτι.
γιατὶ τῆς ἀρέσουν πάρα πολὺ νὰ τρώῃ κάτι τέτοια.
ὅποιος δίνει ἁλάτι σήμερα, αὔριο θὰ δώσῃ μελιοῦ κηρήθρα.
ἄνοιξε τὴν πόρτα, δοῦλε. ὁ πλοῦτος τὴν κορώνη τὴν ἀκούει.
νά κι ἡ κοπέλλα ποὔρχεται καὶ φέρνει στὴν κορώνη σῦκα.
ὄμορφη κάντε την, θεοί, κόρη χωρὶς ψεγάδι,
κι ἄντρα νὰ βρῇ βοηθῆστε την πλούσιο καὶ παινεμένο.
στὰ χέρια τοῦ γέρου πατέρα της ἕναν ἐγγονὸ ν᾽ ἀκουμπήσῃ,
στῆς γριᾶς μάννας τὰ γόνατα μιὰ ἐγγονὴ ν᾽ ἀφήσῃ.
καὶ γιὰ τοὺς ἀδερφούς της κάποια γυναῖκα βλαστάρι ν᾽ ἀνατρέφῃ.
κι ἐγὼ κυττῶ νὰ πηγαίνω ὅπου μὲ πᾶν τὰ πόδια μου,
κι ἐκεῖ στὶς πόρτες ἐμπροστὰ νὰ τραγουδῶ στὶς Μοῦσες.
μοῦ δώσῃ δὲν μοῦ δώσῃ κάποιος, πιότερα τοῦ εὔχομαι ἀπ᾽ ὅσα ἔχει.

..............................................................................................

Ἀλλ΄, ὦ καλοί μου, δῶστε μου, ἀπ᾽ τοῦ κελλαριοῦ σας τὰ καλούδια.
δῶσε μου καὶ σύ, βασιλιᾶ μου, δῶσε μου καὶ σύ, νεράιδα λατρευτή.
ἔθιμο εἶναι νὰ δίνῃς μιὰ χεριά, ὅταν ἡ κορώνη ζητιανεύῃ.
μέχρι ἐδῶ τὸ ᾆσμα μου. δῶσε κι ἀπ᾽ τὸ ὑστέρημά σου κάτι.

Τὸ τραγούδι αὐτὸ διασῴζει ὁ Ἀθήναιος, ὁ ὁποῖος τὸ πῆρε ἀπὸ τὸν Κολοφώνιο ποιητὴ Φοίνικα. Υπῆρχαν τέτοια δημοτικὰ κορωνίσματα, στὰ ὁποῖα ἀντὶ γιὰ τὴ χελιδόνα τραγουδιόταν ἡ κορώνη (κουρούνα), ὅπως μαρτυροῦσαν οἱ Ἔφιππος, Ἁγνοκλῆς, καὶ Πάμφιλος, στοὺς ὁποίους παραπέμπει ὁ Ἀθήναιος, καὶ μαρτυρεῖ ὁ Ἡσύχιος καὶ ἔμμεσα ὁ Αἰλιανός. Εννοεῖται ὅτι ἦταν ἀγερμοὶ τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς ὅπως τὰ χελιδονίσματα.
 
Αὐτὸ ἑδῶ ὅμως εἶναι ἔντεχνο ἰαμβικὸ ᾆσμα τοῦ Φοίνικος ἀπὸ τὴν Κολοφῶνα τῆς Μ. Ἀσίας, ἢ ἀκριβέστερα ἔντεχνη διασκευὴ κάποιου τέτοιου προϋπάρχοντος δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, τὴν ὁποία φιλοτέχνησε ὁ Φοίνιξ. Ο ποιητὴς αὐτὸς πρέπει νὰ εἶναι τοῦ Δ΄ π.Χ. αἰῶνος ἢ τῶν ἀλεξανδρινῶν χρόνων (Γ΄-Α΄ π.Χ. αἰ.).
 
Η γλῶσσα τοῦ ᾄσματος εἶναι ἐλαφρῶς ἰωνίζουσα, ὑπάρχει δὲ σ᾽ αὐτὸ ἀναφορὰ νομίσματος καὶ ἀρκετὸ θρησκευτικὸ στοιχεῖο. Η κορώνη εἶναι προσωποποιημένη καὶ θεοποιημένη καὶ θυγατέρα τοῦ Ἀπόλλωνος, τὶς δὲ εὐχὲς ἐκπληρώνουν οἱ θεοί. Τὰ τρόφιμα φιλοδωρήματα τὰ «τρώει» ἡ ἴδια ἡ Κορώνη, κάτι ποὺ εἶναι ἱερατικὴ φανφάρα.
 

Τὸ κορώνισμα κατὰ μὲν τὴν εἰσαγωγικὴ σημείωσι τοῦ Ἀθηναίου τὸ τραγουδοῦσαν ἄνδρες ἀγείροντες, καὶ ὄχι παιδιά, κατὰ δὲ τὸ ἴδιο τὸ περιεχόμενο τοῦ ᾄσματος ἕνας μόνο ἄντρας, ἐπαγγελματίας κορωνιστής, δηλαδὴ προφανῶς ἱερεύς. Εἶναι πολὺ ἐμφανῆ τὸ ἐπαγγελματικὸ ζητιανηλίκι, ἡ προσπάθεια προκλήσεως τοῦ οἴκτου τῶν ἀκροατῶν, ἡ χρῆσι κολακείας, καὶ ἡ διπλωματικὴ γλῶσσα καὶ φιλοφρόνησι τοῦ ἐπαγγελματία ζητιάνου.
 
Τὸ νόμισμα ἤμαιθον, ποὺ ἀναφέρεται, εἶναι κατὰ τὸν Ἡσύχιο ἡμιώβολον (μισὸς ὀβολὸς) ἢ στὴν Κύζικο διώβολον (δύο ὀβολοί). Τὸ κορώνισμα πρέπει νὰ εἶναι ἀρχικὰ μὲν νεώτερο τοῦ 432 π.Χ., ὡς διασκευὴ δὲ εἶναι τοῦ Δ΄ ἢ τῶν Γ΄-Α΄ π.Χ. αἰώνων. Πολὺ γρήγορα πρέπει ἀπὸ παιδικὸ κορώνισμα νὰ μεταπήδησε σὲ ἱερατικὸ ἀγερμό, καὶ ἀπὸ ἱερατικὸ ἀγερμὸ σὲ συμποσιακὸ κι ἐν τέλει σὲ γαμήλιο τραγούδι ἐνηλίκων. Διότι ὁ μὲν Ἔφιππος στὴν κωμῳδία του Ὀβελιαφόροι ἔχει τὸ στίχο τὸ μοσχίον / τὸ τῆς Κορώνης αὔριον δειπνήσομεν, ὁ δὲ Αἰλιανὸς τὸν Γ΄ μ.Χ. αἰῶνα γράφει˙ "Ἀκούω δὲ τοὺς πάλαι καὶ ἐν τοῖς γάμοις μετὰ τὸν ὑμέναιον τὴν κορώνην ᾄδειν, σύνθημα ὁμονοίας τοῦτο τοῖς συνιοῦσιν ἐπὶ παιδοποιίᾳ διδόντας".. επειδὴ κατὰ τὸν προλεγόμενο μῦθο του αἱ κορῶναι μυθολογοῦνται ὡς πουλιὰ ποὺ τηροῦν ἰσόβια συζυγικὴ πίστι.

Πρὸς τὸ τέλος τῆς εἰδωλολατρίας ὅλοι οἱ προχριστιανικοὶ ἀγερμοὶ περιῆλθαν στὴ χρῆσι τοῦ ἱερατείου της. Διότι ὁ Ἰωάννης Τζέτζης γνωρίζει τοὺς μηναγύρτας (=καλαντιστὰς τῆς κάθε πρωτομηνιᾶς) ὡς γάλλους (=θηλυστολοῦντες κιναίδους) ἱερεῖς μοναχοὺς τῆς θεᾶς Ῥέας τῆς Μητρὸς τοῦ θεοῦ τους Ἄττεως, οἱ ὁποῖοι ἔβαζαν πάνω σ᾽ ἕνα γαϊδούρι τὸ εἴδωλον τῆς θεᾶς αὐτῶν Ῥέας καί, περιερχόμενοι τὰς κώμας, τραγουδοῦσαν τὰ ἀρχίμηνα χτυπώντας καὶ τύμπανα (=ντέφια) καὶ ζητιανεύοντας (προσαιτοῦντες) ὄσπρια καὶ σιτηρὰ ὑπὲρ τοῦ μοναστηριοῦ τους.
 
Οἱ δὲ λάτρεις ἀσπάζονταν τὸ εἴδωλο καὶ τοὺς ἔδιναν ἕνα πιάτο ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ ζητοῦσαν, ὅπως ἀκριβῶς ἔκαναν καὶ οἱ καλόγεροι τῶν ἡμερῶν μας ζητείαν γιὰ τὰ μοναστήρια τους, μὲ λείψανα καὶ εἰκονίσματα τῆς Παναγίας πάνω σ᾽ ἕνα γαϊδούρι, καὶ μάζευαν τὰ ἴδια προϊόντα ἢ χρήματα μέχρι τὰ παιδικά μας χρόνια (1960), διατηρώντας τὴν εἰδωλολατρικὴ παράδοσι τῶν κιναίδων ἱερέων τῆς θεομήτορος Ῥέας.
 

Τὰ μικρὰ παιδιὰ τραγουδοῦσαν πιὰ τὰ «χριστιανικὰ» κάλαντα.

No comments:

Post a Comment