ΚΑΙ ΕΊΝΑΙ ΘΈΜΑ ΔΙΚΌ ΜΑΣ ΚΑΙ ΌΧΙ ΔΙΚΌ ΤΟΥΣ ΝΑ
ΕΥΕΡΓΕΤΗΘΟΥΜΕ.... Ή ΟΧΙ
ΑΠΟ ΕΚΕΊΝΟΥΣ.
.....................................................................
ΣΑΛΟΥΣΤΙΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ
Περί Θεών
καί Κόσμου
Απόδοση
60ς ΜΥΗΤΙΚΟΣ
ΕΝΙΑΥΤΟΣ
ΙΕΡΟΥ ΜΗΝΟΣ ΠΟΣΕΙΔΩΝΟΣ
Πώς πρέπει να είναι ο ακούων. Και περί τών
κοινών εννοιών.
Όσοι θέλουν να μάθουν για τους Θεούς πρέπει από την παιδική τους ηλικία να ανατρέφονται
σωστά και να μην έρχονται σε επαφή με ανόητες δοξασίες. Ακόμη είναι απαραίτητο
να είναι από τη φύση τους αγαθοί και συνετοί, ώστε να έχουν κάποια ομοιότητα με
τις διδασκαλίες.
Τέλος, πρέπει να γνωρίζουν τις κοινές έννοιες. Κοινές είναι οι έννοιες τις
οποίες όλοι οι άνθρωποι, αν ερωτηθούν σωστά, θα καταλήξουν σε συμφωνία.
Ότι ο Θεός δεν μεταβάλλεται.
Για παράδειγμα, ότι ο κάθε Θεός είναι αγαθός, ότι είναι άτρωτος από τα
πάθη, ότι είναι αμετάβλητος. Διότι καθετί που μεταβάλλεται γίνεται και καλύτερο
ή χειρότερο· αν γίνει χειρότερο, βλάπτεται, και αν γίνει καλύτερο, αυτό
οφείλεται στο ότι από την αρχή ήταν κακό.
Ότι κάθε Θεός είναι αγένητος και αΐδιος.
Έτσι λοιπόν ας είναι ο μαθητής. Όσον αφορά τις διδασκαλίες, η φύση τους
πρέπει να είναι τέτοια: Οι ουσίες των Θεών δεν γεννήθηκαν, διότι τα αιωνίως
όντα δεν γεννιούνται ποτέ, και τα αιωνίως όντα είναι όσα έχουν την πρώτη δύναμη
και από τη φύση τους δεν έχουν πάθη.
Ότι κάθε Θεός είναι ασώματος.
Ούτε αποτελούνται αυτές από σώματα, γιατί οι δυνάμεις των σωμάτων είναι
ασώματες.
Ότι δεν περιορίζεται σε κάποιον τρόπο.
Ούτε περιορίζονται αυτές σε έναν χώρο, καθώς αυτό ακριβώς αποτελεί το ίδιον
των σωμάτων, και ακόμη αυτές δεν διαχωρίζονται από την πρώτη αιτία ούτε η μία
από την άλλη, ακριβώς όπως δεν διαχωρίζονται οι σκέψεις από τον νου, οι γνώσεις
από την ψυχή, οι αισθήσεις από καθετί έμψυχο.
Περί μύθων. Ότι και οι μύθοι είναι Θείοι.
Το γιατί λοιπόν οι αρχαίοι τελικά αγνόησαν τις διδασκαλίες αυτές και χρησιμοποίησαν
τους μύθους αξίζει να το μελετήσουμε. Και ήδη, το πρώτο όφελος που αποκομίζουμε
από τους μύθους είναι η αναζήτηση αυτή, καθώς και το ότι ενεργοποιείται η σκέψη
μας.
Έτσι λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι μύθοι έχουν θεϊκή προέλευση, αν
σκεφτούμε ποιοι τους χρησιμοποίησαν, οι κατεξοχήν θεόληπτοι ανάμεσα στους
ποιητές και οι σπουδαιότεροι ανάμεσα στους φιλοσόφους, εκείνοι που δίδαξαν τις
τελετές μυησης και οι ίδιοι οι Θεοί, καθώς στους χρησμούς τους χρησιμοποίησαν
μύθους.
Γιατί είναι Θείοι οι μύθοι.
Το γιατί, όμως, οι μύθοι έχουν θεϊκή
προέλευση, η φιλοσοφία πρέπει να το αναζητήσει. Και αφού λοιπόν όλα τα όντα
επιθυμούν το όμοιο και αποστρέφονται το ανόμοιο, θα έπρεπε επίσης οι
διδασκαλίες για τους Θεούς να είναι όμοιες με εκείνους, για να γίνουν άξιες της
ουσίας τους και να κάνουν τους Θεούς να διάκεινται ευνοϊκά απέναντι σ’αυτούς
που παρέχουν τις σχετικές διδασκαλίες. Και τούτο θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο
με τους μύθους.
Όσον αφορά
τους Θεούς τους ίδιους, οι μύθοι τους αναπαριστούν κατά το ρητό και το άρρητο,
κατά το αφανές και το φανερό, το σαφές και το κρυφό. Ακόμη να δείχνουν την
αγαθότητα των Θεών. Διότι όπως εκείνοι έδωσαν σε όλους ανεξαιρέτως τα αγαθά που
προέρχονται από τα νοητά, έτσι και οι μύθοι λένε σε όλους ότι οι Θεοί υπάρχουν,
αλλά αποκαλύπτουν τη φύση τους και τις ιδιότητές τους μόνο σε όσους είναι
ικανοί να τους γνωρίσουν.
Τέλος,
αναπαριστούν τις ενέργειες των Θεών. Διότι και τον Κόσμο θα μπορούσαμε να τον
αποκαλέσουμε μύθο, αφού σ’αυτόν είναι ορατά τα σώματα και τα αντικείμενα ενώ οι
ψυχές και τα πνεύματα μένουν κρυμμένα.
Επιπλέον, αν αποκαλύπταμε σε όλους τους
ανθρώπους την αλήθεια για τους Θεούς, οι ανόητοι θα την περιφρονούσαν, επειδή
δεν μπορούν να την καταλάβουν, ενώ οι σπουδαίοι θα γίνονταν ράθυμοι. Αντιθέτως,
κρύβοντας μέσα στους μύθους την αλήθεια δεν μπορούν οι μεν να την περιφρονήσουν
και αναγκάζονται οι δε να φιλοσοφήσουν πάνω σ’αυτήν.
Γιατί, όμως, στους μύθους υπάρχουν μοιχείες,
κλοπές και δεσμά που εκλωβίζουν πατέρες και άλλα παράδοξα; Ή ακόμη περισσότερο
δεν πρέπει να απορήσουμε με το ότι η ψυχη λόγω αυτών των φαινομενικά παραδοξων,
θεωρεί τις διηγήσεις ως παραπετάσματα και θεωρέι την αλήθεια άφατη;
Ότι υπάρχουν πέντε είδη μύθων. Και
παραδείγματα εκάστου είδους.
Από τους μύθους, άλλοι είναι θεολογικοί, άλλοι φυσικοί, άλλοι ψυχικοί,
άλλοι υλικοί, και άλλοι μεικτοί.
Θεολογικοί είναι όσοι, χωρίς να καταφεύγουν
σε κάποιο σώμα, θεωρούν τις ουσίες των Θεών, όπως ο μύθος του Κρόνου που
καταβροχθίζει τα παιδιά του. Επειδή ο Θεός είναι νοερός και κάθε νους
επιστρέφει στον εαυτό του, ο μύθος υπανίσσεται την ουσία του Θεoύ.
Μπορούμε να
Θεωρήσουμε τους μύθους ως φυσικούς, όταν αφορούν ενέργειες των Θεών για τον
Κόσμο. Γι’αυτό λοιπόν και ορισμένοι ήδη αναγνώρισαν τον Κρόνο στον χρόνο, και
αποκαλώντας «παιδιά του Όλου» τα μέρη του χρόνου, λένε ότι τα παιδιά
καταβροχθίστηκαν από τον πατέρα.
Το ψυχικό είδος συνίσταται στην παρατήρηση των ενεργειών της ίδιας της
ψυχής, ακριβώς επειδή οι νοήσεις των ψυχών μας, ακόμη κι όταν ξεχύνονται προς
τους άλλους, παραμένουν στους γεννήτορές τους.
Οι μύθοι του υλικού είδους έχουν μικρότερη αξία, γι’αυτό άλλωστε, λόγω της
απαιδευσίας τους, τους χρησιμοποίησαν κυρίως οι Αιγύπτιοι. Οι τελευταίοι
πίστεψαν τα ίδια τα σώματα για Θεούς και αποκάλεσαν τη γη Ίσιδα, την υγρασία
‘Οσιρι, τη θερμότητα Τυφώνα, ή το νερο Κρόνο, τους καρπούς Άδωνη και το κρασί
Διόνυσο. Αν κάποιος ισχυριστεί ότι όλα αυτά, δηλαδή τα φυτά, οι λίθοι και τα
ζώα, είναι αφιερωμένα στους Θεούς, είναι άνθρωπος συνετός, αλλά αν αποκαλέσει
αυτά τα ίδια Θεούς, τότε είναι τρελός, Εκτός και αν πρόκειται για μια περίπτωση
όπως αυτή του ήλιου, όπου συνηθίζουμε να αποκαλούμε ‘Ηλιο τόσο την ίδια τη
σφαίρα του ήλιου όσο και την ακτίνα που εκπορεύεται από τη σφαίρα του.
Το μεικτό είδος των μύθων μπορούμε να το παρατηρήσουμε σε πολλά
παραδείγματα, αλλά μεταξύ άλλων λένε συγκεκριμένα ότι στο συμπόσιο των Θεών η
Έριδα έριξε ένα χρυσό μήλο. Επειδή λοιπόν οι Θεές φιλονικούσαν γα το ποιά θα το
αποκτήσει, ο Δίας τις έστειλε στον Πάρη, ορίζοντας εκείνον ως κριτή. Η Αφροδίτη
του φάνηκε όμορφη και έτσι της έδωσε το μήλο.
Εδώ λοιπόν το συμπόσιο δηλώνει τις υπερκόσμιες δυνάμεις των Θεών, γι’αυτό
και είναι μεταξύ ενωμένες. Το χρυσό μήλο είναι ο Κόσμος, ο οποίος, καθώς
σύγκειται από αντιθέσεις, σωστά λέγεται ότι διέπεται από την Έριδα. Οι Θεοί,
από τους οποίους ο καθένας χαρίζει στον Κόσμο διαφορετικές ιδιότητες, φαινεται
ότι φιλονικούν για το μήλο. Η ψηχή που ζει κατ’αίσθηση-αυτήν αντιπροσωπεύει ο
Πάρης-, και που δεν βλέπει στον Κόσμο άλλες δυνάμεις πέρα από την ομορφιά, λέει
πως το μήλο είναι της Αφροδίτης.
Από τους μύθους, οι ιδεολογικοί ταιριάζουν στους φιλόσοφους, οι φυσικοί και
οι ψυχικοί στους ποιητές, οι μεικτοί στις τελετές μύησης καθώς κάθε μύηση
επιχειρεί να μας κάνει συναφείς προς τον Κόσμο και τους Θεούς.
Αν πρέπει να αναφέρουμε άλλον έναν μύθο, λέγεται ότι η Μητέρα των Θεών,
όταν είδε τον Άττη ξαπλωμένο στην όχθη του ποταμού Γάλλου, τον ερωτεύτηκε και,
παίρνοντας το αστερωτό κάλυμμα της κεφαλής της, τον σκέπασε μ’αυτό, και ότι
έκτοτε τον είχε πάντοτε μαζί της, έως ότου εκείνος, που είχε ερωτευτεί μία
Νύμφη, εγκατέλειψε τη Μητέρα των Θεών για να ζήσει με τη Νύμφη. Γι’αυτό και η
Μητέρα των Θεών οδηγεί τον Άττη στην τρέλα, και τον κάνει, αφου
αυτοευνουχίστηκε, να αφήσει τα μόρια του στη μεριά της Νύμφης και να ανέβει
πάλι πάνω να ζήσει μαζί της.
Η Μητέρα των Θεών είναι η ζωογόνος Θεά, γι’αυτό καλείται Μητέρα. Ο Άττης
δημιουργεί καθετί που γεννιέται και φθείρεται, γι’αυτό και λέγεται ότι βρέθηκε
στην όχθη του ποταμού Γάλλου, διότι ο Γάλλος υποδηλώνει τον Γαλαξία, απ’ όπου
προέρχεται το υποταγμένο στα πάθη σώμα. Όπως όπως οι πρώτοι Θεοί πραγματοποιούν
τους δεύτερους, η Μητέρα ερωτεύεται τον Άττη και του δίνει ουράνιες δυνάμεις,
αυτό συμβολίζει στην ουσία τον κάλυμμα κεφαλής.
Ο Άττης όμως παρασύρεται από τον έρωτά του για την Νύμφη. Οι Νύμφες είναι
έφοροι της γέννησης, γιατί καθετί που γεννά ρέει. Επειδή όμως έπρεπε να
σταματήσει η γέννηση, έτσι ώστε να μη γεννηθεί κάτι χειρότερο από τα έσχατα σε
αξία, ο δημιουργός που τα έφτιαξε ρίχνει τις γενεσιουργές δυνάμεις πάλι στη
γένεση για να συνάπτεται με τους Θεούς. Αυτά δεν έγιναν κάποια στιγμή μέσα στο
χρόνο, αλλά πάντοτε υπάρχουν: Ο νους βλέπει ταυτόχρονα τα πάντα, ενώ ο λόγος
εκφράζει πρώτα τα μεν και στη συνέχεια τα δε.
Έτσι, αφού ο μύθος βρίσκεται σε στενή συνάρτηση με τον Κόσμο και εμείς
μιμούμαστε τον Κόσμο διότι πώς θα μπορούσαμε να βρούμε καλύτερη τάξη;-, στις
παρακάτω τελετές ουσιαστικά οργανώνουμε μια γιορτή: Καταρχάς, αφού και εμείς
έχουμε πέσει από τον ουρανό και ζούμε με τη Νύμφη, παραμένουμε σκυθρωποί και
απέχουμε από το χωμί και από κάθε άλλη λιπαρή και ακάθαρτη τροφή, επειδή και τα
δύο είναι ενάντια στην ψυχή. Επίσης, ο ακρωτηριασμός ενός δέντρου και η νηστεία
απεικονίζουν την απομάκρυνσή μας από την περαιτέρω πρόοδο της γέννησης. Έπειτα,
η τροφή του γάλακτος αναπαριστάνει την αναγέννησή μας. Τέλος, αυτές είναι
εκδηλώσεις χαράς, στέφανοι, και, θα’λεγε κανείς, επάνοδος προς τους Θεούς.
Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται και από την εποχή, κατά την οποία τελούνται
τα δρώμενα αυτά. Οι τελετές γίνονται πράγματι κατά την άνοιξη και την ισημερία,
όταν παύει να γεννά ό,τι γεννά και η μέρα γίνεται μεγαλύτερη από τη νύχτα,
πράγμα που παραπέμπει στην αναγέννηση των ψυχών. Και κατά την άλλη ισημερία
τοποθετεί ο μύθος την αρπαγή της Κόρης, η οποία συμβολίζει την κάθοδο των
ψυχών.
Απέναντι λοιπόν σε εμάς που είπαμε τόσα σχετικά με τους μύθους ας
διάκεινται ευνοϊκά οι Θεοί καθώς και οι ψυχές εκείνων που έγραψαν τους μύθους.
Περί της πρώτης αιτίας.
Ακολούθως προς τις σκέψεις αυτές αρμόζει να γνωρίσουμε την πρώτη αιτία και
τις τάξεις των Θεών που προκύπτουν από αυτήν, καθώς και να μελετήσουμε τη φύση
του Κόσμου, την ουσία του νου και της ψυχής, την Πρόνοια και την Ειμαρμένη,
αλλά και την Τύχη, την Αρετή και την Κακία, καθώς και τα αγαθά και τα φαύλα
πολιτεύματα που γεννιούνται από αυτές, και, τέλος, το από που έρχεται το κακό
στον Κόσμο. Καθένα από τα ζητήματα αυτά απαιτεί πολλές και μεγάλες συζητήσεις.
Όμως, ίσως τίποτα δεν μας εμποδίζει να μιλήσουμε σύντομα γι’αυτά, αποφεύγοντας
μάλιστα έτσι την πλήρη άγνοια.
Η πρώτη αιτία πρέπει να είναι μία, διότι η μονάδα προηγείται κάθε πλήθους
και νικά τα πάντα με τη δύναμη και την αγαθότητά της. Γι’αυτό, άλλωστε, είναι
αναγκαίο να μετέχουν τα πάντα σ’αυτήν, διότι τίποτα δεν θα μπορέσει να σταθεί
εμπόδιο μπροστά της λόγω της δύναμής της, αλλά ούτε και η ίδια να παραμερίσει
τον εαυτό της λόγω της αγαθότητάς της.
Αν, όμως, αυτή ήταν ψυχή, τα πάντα θα ήταν έμψυχα. Αν αυτή ήταν νους, τα
πάντα θα ήταν νοερά. Αν ήταν ουσία, τα πάντα θα μετείχαν στην ουσία, αυτό
άλλωστε είδαν ορισμένοι στο καθετί και θεώρησαν την πρώτη αιτία ως ουσία. Αν
λοιπόν μόνο η ύπαρξη χαρακτήριζε τα όντα και η αγαθότητα δεν τα χαρακτήριζε, ο
συλλογισμός θα ήταν σωστός. Αν, όμως, τα όντα υπάρχουν λόγω της αγαθότητάς τους
και αν μετέχουν στο αγαθό, η πρώτη αρχή πρέπει να είναι κατ’ανάγκη υπερούσια
και αγαθή. Κι αυτό αποδεικνύεται περίτρανα από την περιφρόνηση που δείχνουν
απέναντι στην ύπαρξη οι σπουδαίες ψυχές για χάρη του αγαθού, καθώς με τη θέλησή
τους ρίχνονται στον κίνδυνο υπέρ της πατρίδας, υπέρ των φίλων ή της αρετής.
Έπειτα από αυτήν την τόσο άρρητη δύναμη ακολουθούν οι τάξεις των Θεών.
Περί των υπερκοσμίων Θεών.
Ανάμεσα στους Θεούς, άλλοι είναι εγκόσμιοι και άλλοι υπερκόσμιοι.
Εγκόσμιους αποκαλώ τους Θεούς εκείνους που δημιουργούν τον Κόσμο. Από τους
υπερκόσμιους, άλλοι δημιουργούν τις ουσίες των Θεών, άλλοι τον νου, άλλοι τις
ψυχές. Και για τον λόγο αυτό περιλαμβάνουν τρεις τάξεις, τις οποίες μπορούμε να
τις βρούμε όλες στις διδασκαλίες που πραγματεύονται τα ζητήματα αυτά.
Περί των δώδεκα εγκοσμίων Θεών.
Μεταξύ των εγκοσμίων Θεών, οι μεν δημιουργούν τον Κόσμο, οι δε τον
εμψυχώνουν, άλλοι φέρνουν την αρμονία ανάμεσα στις αντιθέσεις που τον
συγκροτούν, και, τέλος, άλλοι φρουρούν την αρμονία, όταν αυτή έχει ιδρυθεί.
Εφόσον λοιπόν οι κατηγορίες είναι τέσσερις και καθεμία έχει ένα πρώτο, έναν
μέσο και έναν τελευταίο, αυτοί στους οποίους αυτές αποδίδονται κατ’ανάγκη
πρέπει να είναι δώδεκα.
Αυτοί λοιπόν που δημιουργούν τον Κόσμο είναι ο Δίας, ο Ποσειδώνας και ο
Ήφαιστος. Αυτοί που τον εμψυχώνουν είναι η Δήμητρα, η Ήρα και η Άρτεμις. Αυτοί
που φέρνουν την αρμονία είναι ο Απόλλων, η Αφροδίτη και ο Ερμής.
Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι τα γνωρίσματα αυτά υπαινίσσονται στα
αγάλματα. Έτσι απεικονίζουμε τον Απόλλωνα με τη λύρα και εξοπλίζουμε την Αθηνά.
Η Αφροδίτη, όμως, είναι γυμνή, επειδή η αρμονία φέρνει την ομορφιά και η
ομορφιά των ορατών πραγμάτων δεν κρύβεται. Αφού λοιπόν οι Θεοί αποτελούν τους
κατά πρώτον κυριάρχους του Κόσμου, πρέπει να θεωρήσουμε και τους άλλους Θεούς
ως ενυπάρχοντες σ’αυτούς. Για παράδειγμα ο Διόνυσος στον Δία, ο Ασκληπιός στον
Απόλλωνα, και οι Χάριτες στην Αφροδίτη.
Ότι υπάρχουν οι δώδεκα σφαίρες.
Μπορούμε επίσης να δούμε τη σφαίρα τους: Η Εστία κατέχει τη γη, ο
Ποσειδώνας το νερό, η Ήρα τον αέρα, ο Ήφαιστος τη φωτιά, και οι έξι ανώτερες
σφαίρες είναι των Θεών που από συνήθεια καθιερώθηκε να νομίζουμε. Διότι ο
Απόλλων και η Άρτεμις πρέπει να εκληφθούν ως ο ήλιος και η σελήνη· πρέπει να
αποδώσουμε τη σφαίρα ου Κρόνου στη Δήμητρα, και τον αιθέρα στην Αθηνά. Ο
ουρανός, όμως, είναι κοινός όλων. Έτσι λοιπόν έγινε ο λόγος και υμνήθηκαν οι
τάξεις, οι δυνάμεις και οι σφαίρες των δώδεκα Θεών.
Περί της φύσεως του Κόσμου και της αιωνιότητάς του.
Όσον αφορά τον ίδιο τον Κόσμο, είναι ανάγκη να είναι άφθαρτος και αγένητος.
Άφθαρτος, επειδή είναι ανάγκη, αν φθαρεί, να φτιάξει έναν καλύτερο ή έναν
χειρότερο ή τον ίδιο ή ένα χάος. Αν, όμως, φτιάξει έναν χειρότερο, εκείνος που
φτιάχνει από έναν καλύτερο έναν χειρότερο είναι κακός· αν φτιάξει έναν
καλύτερο, εκείνος που δεν έφτιαξε από την αρχή τον καλύτερο είναι αδύναμος- αν
φτιάξει τον ίδιο, μάταια θα τον φτιάξει· και αν είναι ένα χάος, αλλά δεν είναι
θεμιτό να ακουστούν τέτοια λόγια.
Ο Κόσμος είναι αγέννητος και να τι μπορεί επαρκώς να το αποδείξει· αν,
πράγματι, δεν φθείρεται, τότε ούτε και έχει γεννηθεί, επειδή ό,τι έχει γεννηθεί
φθείρεται, και, επειδή ο Κόσμος υπάρχει λόγω της αγαθότητας του Θεού, είναι
αναγκαίο ο Θεός να είναι πάντοτε αγαθός και ο Κόσμος να υπάρχει πάντοτε. Όπως
και το φως συνυπάρχει με τον ήλιο και τη φωτιά, και η σκιά με το σώμα.
Μεταξύ των δωμάτων μέσα στον Κόσμο, άλλα μιμούνται τον νου και κινούνται σε
κύκλο, και άλλα μιμούνται την ψυχή και κινούνται σε ευθεία. Τώρα, μεταξύ αυτών
που κινούνται σε ευθεία, η φωτιά και ο αέρας κινούνται προς τα πάνω, η γη και
το νερό κατευθύνονται προς τα κάτω. Μεταξύ αυτών που κινούνται σε κύκλο, η
σφαίρα των απλανών αστέρων στρέφεται από την ανατολή στη δύση, και οι επτά
σφαίρες στρέφονται από τη δύση στην ανατολή. Οι αιτίες γι’αυτό είναι
πολυάριθμες, και μεταξύ άλλων, στην περίπτωση που γινόταν η περιστροφή των
σφαιρών γρήγορη, είναι και το να αποφευχθεί η ατέλεια της γέννησης.
Κι επειδή η κίνησή του είναι διαφορετική, κατ’ανάγκη θα διαφέρει και η φύση
των σωμάτων. Και δεν είναι η φωτιά ούτε το ψύχος που παράγει το ουράνιο σώμα,
ούτε κάτι άλλο που ανήκει στα τέσσερα στοιχεία.
Ότι η γη είναι μέση. Και γιατί.
Καθώς ο Κόσμος είναι σφαίρα -ο ζωδιακός πράγματι το δείχνει -, επειδή σε
κάθε σφαίρα το «κάτω» είναι το «κέντρο» -είναι πράγματι το πιο απομακρυσμένο
σημείο της περιφέρειας -, και επειδή τα βαριά σώματα φέρονται προς τα κάτω,
φέρονται προς τη γη.
Όλο αυτό είναι έργο των Θεών, λαμβάνει τις διαταγές από το νου και την
κίνηση από την ψυχή. Σχετικά με τους Θεούς έχει γίνει ήδη λόγος.
Περί νου και ψυχής.
Ο νους είναι μια δύναμη που έπεται μεν της ουσίας, αλλά προηγείται της
ψυχής, και που έρχεται μεν από την ουσία στην ύπαρξη, αλλά τελειοποιεί την
ψυχή, ακριβώς όπως ο ήλιος την όψη. Μεταξύ των ψυχών, άλλες είναι λογικές και
αθάνατες, και άλλος άλογες και θνητές. Και οι μεν παράγονται από τους πρώτους
Θεούς και οι δε από τους δεύτερους Θεούς.
Κατά πρώτον, πρέπει να ερευνήσουμε την αληθινή φύση της ψυχής. Αυτό λοιπόν
που διακρίνει τα έμψυχα όντα από τα άψυχα είναι η ψυχή, και τα διακρίνει ως
προς την κίνηση, τις αισθήσεις, τη φαντασία και τη νόηση. Έτσι η άλογη ψυχή
είναι η ζωή που υποτάσσεται στις αισθήσεις και τη φαντασία, ενώ η λογική ψυχή η
ζωή που επιβάλλεται στις αισθήσεις και τη φαντασία, και που χρησιμοποιεί τη
λογική· η άλογη ψυχή ακολουθεί τα πάθη του σώματος. Επιθυμεί και οργίζεται
άλογα, ενώ η λογική ψυχή περιφρονεί λογικά τα πάθη του σώματος και διεξάγει
μάχη κατά της άλογης ψυχής. Η νίκη της γεννά την Αρετή, η ήττα της την Κακία.
Ότι η ψυχή είναι αθάνατη.
Αθάνατη πρέπει να είναι κατ’ανάγκη η ψυχή, επειδή γνωρίζει τους Θεούς
-τίποτε το θνητό όμως δεν γνωρίζει το αθάνατο -, επειδή περιφρονεί τόσο τα
ανθρώπινα πράγματα όσο και τα ξένα ως προς αυτή πράγματα, και επειδή υπόκειται
στα αντίθετα πάθη σε σχέση με τα σώματα λόγω της ασώματης φύσης της. Πράγματι,
όταν τα σώματα είναι όμορφα και νέα, η ψυχή παρεκτρέπεται, ενώ όταν γερνάνε,
αυτή ακμάζει. Και επιπλέον κάθε σπουδαία ψυχή χρησιμοποιεί τον νου, ενώ τον νου
κανένα σώμα δεν τον γεννά· πώς θα μπορούσε άλλωστε, εκείνο που στερείται του
νου να γεννήσει τον νου;
Και παρόλο που η ψυχή χρησιμοποιεί το σώμα σαν ένα όργανο, δεν βρίσκεται
μέσα σ’αυτό, όπως και ο κατασκευαστής μηχανών δεν είναι μέσα στις κατασκευές
του. Διότι πολλές μηχανές κινούνται χωρίς να τις αγγίξει άνθρωπος. Αν η ψυχή
παρεκτρέπεται πολλές φορές εξαιτίας του σώματος, δεν πρέπει να απορούμε, διότι
οι τέχνες δεν θα μπορούσαν να γίνουν αποτελεσματικέες, αν δεν φθείρονταν τα
όργανα.
Περί Προνοίας και Ειμαρμένης και Τύχης.
Μπορούμε να διαπιστώσουμε την Πρόνοια των Θεών και από τα εξής: Από πού θα
προερχόταν η τάξη στον Κόσμο, αν δεν υπήρχε καμιά οργανωτική αρχή; Και από πού
η σκοπιμότητα που διέπει τη δημιουργία των πάντων, όπως δηλαδή γεννήθηκε η
άλογη ψυχή για να υπάρχουν οι αισθήσεις και η λογική ψυχή για να επικρατεί η
τάξη στη γη;
Μπορούμε όμως να διακρίνουμε την Πρόνοια και από την επέμβασή της στη φύση:
Τα μάτια έχουν πράγματι κατασκευαστεί διαφανή ώστε να μπορούμε να βλέπουμε, η
μύτη τοποθετήθηκε πάνω από το στόμα για να διακρίνει τις δύσοσμες τροφές, ενώ
τα δόντια, τα μεσαία είναι κοφτερά για να κόβουν και τα εσωτερικά είναι πλατιά
για να αλέθουν τις τροφές. Και παρατηρούμε πως σε καθετί τα πάντα υπακούουν
στην λογική. Και είναι επίσης αδύνατο να υπάρχει τέτοια προνοητικότητα σε
πράγματα μικρά και να μην υπάρχει στα μεγάλα. Τα μαντεία που υπάρχουν στον
Κόσμο και οι θεραπείες των σωμάτων που πραγματοποιούνται εκεί αποδεικνύουν την
αγαθή Πρόνοια των Θεών.
Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη ότι οι
Θεοί φροντίζουν για τον Κόσμο χωρίς οι ίδιοι να σκέφτονται ή να προσπαθούν
γι’αυτό. Αντιθέτως, όπως τα σώματα που έχουν μια δύναμη επενεργούν, μόνο και
μόνο επειδή υπάρχουν -για παράδειγμα ο ήλιος φωτίζει και ζεσταίνει μόνο και
μόνο επειδή υπάρχει -, έτσι πολύ περισσότερο και η Πρόνοια των Θεών υπάρχει από
μόνη της και επεκτείνεται χωρίς κόπο στους αποδέκτες της Πρόνοιάς τους. Κατ’
αυτόν τον τρόπο βλέπουν τις αναζητήσεις τους να λύνονται οι Επικούρειοι,
επειδή, κατ’ αυτούς, ούτε το ίδιο το θείο έχει έγνοιες ούτε δίνει στους άλλους.
Έτσι λοιπόν είναι η ασώματη Πρόνοια των Θεών ως προς τα σώματα και τις
ψυχές. Υπάρχει όμως και αυτή που προέρχεται από τα σώματα και που παραμένει στα
σώματα, διαφέρει από την προηγούμενη και την αποκαλούμε Ειμαρμένη, επειδή στα
σώματα φαίνεται περισσότεροο ειρμός της μοίρας. Για χάρη της εφηύραμε τη
μαθηματική επιστήμη. Είναι εύλογο και αληθές ότι δεν διοικούν μόνο οι Θεοί τα
ανθρώπινα πράγματα και κατεξοχήν τη σωματική φύση, αλλά και τα θεία σώματα.
Γι’αυτό και η λογική βρίσκει ότι η υγεία και η αρρώστια, η ευτυχία και η
δυστυχία προκύπτουν από εκεί σύμφωνα με την αξία τους.
Αποδίδοντας όμως τις αδικίες μας και τα ατοπήματά μας στην Ειμαρμένη είναι
σαν να κάνουμε τους εαυτούς μας καλούς και τους Θεούς κακούς. Εκτός και αν με
αυτό θέλουμε να πούμε ότι, για τον Κόσμο στην ολότητά του και για εκείνα που
είναι σύμφωνα προς τη φύση, όσα γίνονται κλίνουν προς το αγαθό, αλλά είναι η
κακή εκπαίδευση και η πολύ αδύναμη φύση που στρέφουν προς το χειρότερο τα αγαθά
που η Ειμαρμένη προσέφερε, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον ήλιο· παρότι είναι
ευεγερτικός για όλους, γίνεται βλαβερός για τους οφθαλμικούς και τους
εμπύρετους. Γιατί λοιπόν οι Μασσαγέτες τρώνε τους πατεράδες τους, οι Εβραίοι
κάνουν περιτομή και οι Πέρσες αποκτούν άφθονους απογόνους;
Πώς λοιπόν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως κακούς τον άρη και τον Κρόνο και
ταυτόχρονα να τους κάνουμε καλούς Θεούς και να αναγάγουμε σε εκείνους τη
φιλοσοφία και τη βασιλεία, τη στρατηγία των στρατευμάτων και τη φύλαξη των
θυσαυρών; Αν από την άλλη, επικαλεστούμε τα τρίγωνα και τα τετράγωνα, είναι
άτοπο να ισχυριζόμαστε ότι η ανθρώπινη αρετή μένει παντού η ίδια, ενώ οι Θεοί
αλλάζουν ανάλογα με τη θέση τους. Ακόμη, το γεγονός ότι προβλέπουν την ευγενική
ή ταπεινή καταγωγή των προγόνων μάς μαθαίνει ότι οι αστερισμοί δεν καθορίζουν
τα πάντα και ότι απλώς μας δείχνουν κάποια σημεία για το μέλλον. Πώς θα
μπορούσαν τα όσα προηγούνται της γέννησης να συμβουν από τη γέννηση;
Όπως ακριβώς υπάρχει η Πρόνοια και η Ειμαρμένη για τους λαούς και τις
πόλεις, καθώς και για τον κάθε μεμονωμένο άνθρωπο, έτσι υπάρχει και η Τύχη. Και
στη συνέχεια γίνεται λόγος γι’αυτήν.
Ως Τύχη θεωρούνται τα διάφορα γεγονότα και τα όσα η δύναμη των Θεών
διατάζει, πέρα από κάθε προσδοκία, να βγουν τελικά σε καλό. Γι’αυτό και αρμόζει
να αποδίδουν δημοσίως τιμές οι πόλεις στη θεότητα αυτή, διότι κάθε πόλη
συγκροτείται από διαφορετικά συμφέροντα. Η δύναμή της ασκείται στη σελήνη, αφού
πάνω από τη σελήνη δεν θα μπορούσε να συμβεί τίποτα από Τύχη.
Αν όμως οι κακοί ευτυχούν, ενώ οι αγαθοί ζουν μέσα στη φτώχεια, αυτό δεν θα
πρέπει να μας εκπλήσσει. Οι πρώτοι κάνουν τα πάντα, ενώ οι δεύτεροι δεν κάνουν
τίποτα από επιθυμία για τα πλούτη, και η ευτυχία των κακών δεν θα ξερίζωνε από
μέσα τους την κακία, ενώ στους αγαθούς η
Αρετή και μόνο είναι αρκετή.
Περί Αρετής και Κακίας.
Οι διδασκαλίες για την Αρετή και την Κακία απαιτούν να επιστρέφουμε στα
περί ψυχής. Αφού λοιπόν η άλογη ψυχή μπαίνει μέσα στα σώματα και αμέσως
φτιάχνει το θυμοειδές και το επιθυμητικό, η λογική ψυχή, ξεκινώντας από αυτά,
κάνει την ψυχή τριμερή και τη διαιρεί σε λογικό, θυμοειδές και επιθυμητικό. Η
αρετή όμως του λογικού είναι η φρόνηση, του θυμοειδούς ή ανδρεία, του
επιθυμητικού η σωφροσύνη, και της ψυχής ολόκληρης η δικαιοσύνη. Διότι πρέπει το
λογικό να κρίνει το πρέπον, το θυμοειδές, υπακούοντας στο λογικό, να περιφρονεί
ό,τι μοιάζει επικίνδυνο, και το επιθυμητικό να μην επιδιώκει ό,τι φαίνεται
ευχάριστο, αλλά ό,τι είναι σύμφωνο με τη λογική.
Όταν έχουν λοιπόν έτσι τα πράγματα, η ζωή γίνεται δίκαιη, διότι η εφαρμογή
της δικαιοσύνης στις υποθέσεις μας είναι ένα μεγάλο μέρος της Αρετής. Γι’αυτό
άλλωστε μπορούμε να παρατηρήσουμε στους καλλιεργημένους ανθρώπους όλες αυτές
τις αρετές συγκεντρωμένες, ενώ από τους απαίδευτους, ο ένας είναι θαρραλέος
αλλά άδικος, ο άλλος συνετός αλλά ανόητος, και ο άλλος είναι μεν φρόνιμος, δεν
έχει όμως αυτοσυγκράτηση. Δηλαδή ιδιότητες που δεν αρμόζει πια να τις
αποκαλούμε αρετές, καθώς στερούνται της λογικής και είναι ατελείς, και που
χαρακτηρίζουν τα άλογα όντα.
Την κακία θα πρέπει να τη θεωρήσουμε μέσα από τις αντίθετες έννοιες: Η
κακία του λογικού είναι η αφροσύνη, του θυμοειδοούς η δειλία, του επιθυμητικού
η φιληδονία, και της ψυχής ολόκληρης η αδικία. Οι αρετές γεννιούνται από ένα
ορθό πολίτευμα, μία σωστή ανατροφή και μια ευρεία παιδεία. Για τις κακίες
ισχύουν τα αντίθετα.
Περί ορθής καί φαύλης Πολιτείας
Και τα πολιτεύματα στηρίζονται στην τριμερή διάκριση της ψυχής. Υπάρχει
πράγματι αντιστοιχία ανάμεσα στους άρχοντες και το λογικό, στους στρατιώτες και
το θυμοειδές, στον λαό και το επιθυμητικό. Και όταν τα πάντα εκτελούνται
σύμφωνα με το λογκό και ο καλύτερος όλων κυβερνά, εγκαθιδρύεται η Βασιλεία.
Όταν τα πάντα εκτελούνται σύμφωνα με το λογικό και το θυμοειδές, και κυβερνούν
περισσότεροι από ένας, έχουμε Αριστοκρατία. Και όταν ρυθμίζονται οι δημόσιες
υποθέσεις κατά το επιθυμητικό και οι τιμές αποδίδονται κατά την οικονομική
τάξη, το πολίτευμα αυτό αποκαλείται Τιμοκρατία.
Το αντίθετο της Βασιλείας είναι η Τυραννία, γιατί η πρώτη κάνει τα πάντα
κατά το λογικό, ενώ η δεύτερη δεν κάνει τίποτα κατά το λογικό. Το αντίθετο της
Αριστοκρατίας είναι η Ολιγαρχία, γιατί δεν κυβερούν οι άριστοι αλλά ένας μικρός
αριθμός χείριστων ανθρώπων. Το αντίθετο της Τιμοκρατίας είναι η Δημοκρατία,
επειδή δεν είναι κύριοι των πάντων αυτοί που κατέχουν περιουσίες αλλά ο λαός.
Από που προέρχονται τα κακά. Και ότι δεν υπάρχει φύσις του κακού.
Αλλά πώς υπάρχει το κακό στον Κόσμο, αφού οι Θεοί είναι αγαθοί και είναι
αυτοί που δημιουργούν τα πάντα; Ή μήπως πρέπει εξαρχής να πούμε το εξής, ότι η
φύση του κακού δεν υπάρχει, αφού οι Θεοί είναι αγαθοί και αυτοί δημιουργούν τα
πάντα, αλλά γεννιέται από την απουσία του αγαθού, όπως και το σκοτάδι δεν
υπάρχει από μόνο του, αλλά γεννιέται από την απουσία του φωτός;
Αν όμως το κακό υπάρχει, πρέπει κατ’ανάγκη να βρίσκεται ή μέσα στους Θεούς
ή στις νοήσεις ή στις ψυχές ή στα σώματα. Δεν βρίσκεται όμως μέσα στους Θεούς,
επειδή κάθε Θεός είναι αγαθός· αν όμως αποκαλέσουμε τον νου κακό, μιλάμε για
έναν νου χωρίς νόηση· αν είναι η ψυχή κακή, θα την κάνουμε χειρότερη από το
σώμα, διότι κάθε σώμα καθαυτό δεν έχει μέσα του κακία. Αν το κακό προέρχεται
από την ψυχή και το σώμα, καταλήγουμε σε άτοπο, διότι το καθένα ξεχωριστά δεν
έχει κακία, κι όταν ενώνονται, γεννούν το κακό.
Από την άλλη, αν λέγαμε τους Δαίμονες κακούς, αυτοί δεν θα μπορούσαν να
είναι κακοί, επειδή παίρνουν τη δύναμή τους από τους Θεούς, και αν
θεωρούσαμε ότι προέρχονται από κάπου
αλλού, τότε οι Θεοί δεν θα δημιουργούσαν τα πάντα. Αν όμως δεν δημιουργούν τα
πάντα, είναι είτε επειδή η βούλησή τους είναι αδύναμη είτε επειδή η δύναμή τους
δεν έχει βούληση, υποθέσεις που δεν αρμόζουν να γίνονται για έναν Θεό.
Επομένως, από τα παραπάνω μπορούμε να δούμε ότι τίποτα στο Κόσμο δεν είναι
από τη φύση του κακό· αλλά το κακό εμφανίζεται εξαιτίας των πράξεων των
ανθρώπων, και μάλιστα όχι όλων των ανθρώπων και όχι εξαιτίας των πράξεων όλων
των εποχών.
Άρα οι άνθρωποι έσφαλλαν για χάρη του ίδιου του κακού, θα ήταν και η φύση
ακόμη κακή. Αν όμως εκείνος που διαπράττει μοιχεία θεωρεί μεν τη μοιχεία ως
κακό αλλά την ηδονή ως αγαθό, αν ο δολοφόνος θεωρεί τη δολοφονία ως κακό αλλά
τα χρήματα ως αγαθό, αν εκείνος που βλάπτει τον εχθρό του θεωρεί το κακό που
διαπράττει ως κακό αλλά την υπεράσπισή του έναντι του εχθρού ως αγαθό, και αν η
ψυχή διαπράττει κατά τον τρόπο αυτό όλα τα σφάλματα, το κακό γεννιέται από το
αγαθό, όπως από την απουσία του φωτός γεννιέται το σκοτάδι, το οποίο δεν
υπάρχει από μόνο του στη φύση. Η ψυχή λοιπόν σφάλλει, διότι παρότι τείνει προς
το αγαθό, πλανάται σχετικά με τη φύση του αγαθού, επειδή αυτή δεν αποτελεί
πρώτη ουσία.
Μπορούμε να δούμε ότι, για να αποφευχθεί ή έστω να θεραπευτεί η πλάνη, οι
Θεοί έχουν φτιάξει πολλά γιατρικά, όπως είναι οι τέχνες, οι επιστήμες και τα
θρησκευτικά καθήκοντα, οι προσευχές, οι θυσίες και οι τελετές μύησης, οι νόμοι
και οι πολιτικοί θεσμοί, οι κρίσεις και οι τιμωρίες· αυτά λοιπόν έγιναν για να
εμποδίζουν τις ψυχές να σφάλλουν. Κι όταν οι ψυχές βγαίνουν από το σώμα, Θεοί
και καθαρτήριοι Δαίμονες τις εξαγνίζουν από τα αμαρτήματά τους.
Β’ ΜΕΡΟΣ
Πώς λέγεται ότι τα αιώνια γεννήθηκαν.
Όσοι αδυνατούν να οδηγηθούν από τη φιλοσοφία, αλλά η ψυχή τους δεν είναι
ανίατη, θα αρκεστούν στις κρίσεις αυτές σχετικά με τους Θεούς, τον Κόσμο και τα
ανθρώπινα πράγματα. Υπολείπεται λοιπόν να κάνουμε λόγο κάποτε για το αγέννητο
των Θεών και για το μεταξύ τους αχώριστο, επειδή και εμείς δηλώσαμε στις
διδασκαλίες μας ότι τα πρώτα παράγονται τα δεύτερα.
Καθετί που γεννιέται εφείλει τη γέννησή του ή στην τέχνη ή στη φύση ή στην
επίδραση κάποιας δύναμης. Οι αιτίες που ενεργούν κατά την τέχνη ή κατά την φύση
προηγούνται κατ’ανάγκη των αποτελεσμάτων τους, ενώ τα αποτελέσματα των αιτιών
που ενεργούν κατά κάποια δύναμη, όπως ο ήλιος δεν χωρίζει από το φως, η φωτιά
από τη θερμότητα και το χιόνι από το ψύχος.
Αν λοιπόν οι Θεοί φτιάχνον τον Κόσμο από τέχνη, δεν δημιουργούν το είναι
του Κόσμου αλλά τον τρόπο του είναι στον Κόσμο, διότι κάθε τέχνη δημιουργεί τη
μορφή. Από που προέρχεται τότε το είναι στον Κόσμο;
Αν πάλι τον φτιάχνουν από τη φύση, καθετί που δημιουργεί από τη φύση δίνει
κάτι από τον αυτό του στο δημιούργημά του, και, αφού όμως οι Θεοί είναι
ασώματοι, θα έπρεπε και ο Κόσμος να είναι ασώματος. Αν πούμε ότι οι Θεοί είναι
σώματα, από πού θα έπαιρναν τη δύναμή τους τα σώματα όντα; Αν συμφωνούσαμε όμως
πάνω σ’αυτό, η φθορά του Κόσμου θα έπεφερε κατ’ανάγκη τη φθορά και του
δημιουργού του, αφού φτιάχτηκε κατά τη φύση του.
Αν λοιπόν οι Θεοί δεν φτιάχνουν τον Κόσμο ούτε από τέχνη ούτε από φύση,
καταλήγουμε στο ότι η δύναμή τους τον φτιάχνει. Όμως, ό,τι δημιουργεί μια
δύναμη συνυπάρχει με τον κάτοχο της δύναμης αυτής, και ο θάνατος δεν μπορεί να
αγγίξει ποτέ τα όντα που έχουν κατά τον τρόπο αυτό δημιουργηθεί, εκτός και αν
αφαιρούσαμε από τον δημιουργό τους τη δύναμη. Άρα, όσοι προβλέπουν τη φθορά του
Κόσμου λένε ότι οι Θεοί δεν υπάρχουν, ή ισχυριζόμενοι ότι οι Θεοί υπάρχουν,
κάνουν τον Θεό αδύναμο. Έτσι λοιπόν, δημιουργώντας τα πάντα από τη δύναμή του,
βάζει τα πάντα να συνυπάρχουν μ’αυτόν, και καθώς η δύναμή του είναι υπέρτατη,
δεν έπρεπε να φτιάξει μόνο τους ανθρώπους και τα ζώα, αλλά και τους Θεούς, τους
Αγγέλους και τους Δαίμονες.
Και όσο διαφέρει ο πρώτος Θεός από τη φύση μας, τόσο περισσότερες πρέπει να είναι οι δυνάμεις
που που παρεμβάλλονται ανάμεσα σε εμάς και σε εκείνον. Διότι πράγματι όσα έχουν
μεταξύ τους πολλές διαφορές έχουν και
πολλά ενδιάμεσα ανάμεσά τους.
Πώς οι Θεοί ενώ είναι αμετάβλητοι λέγεται
ότι οργίζονται και δέχονται προσφορές και θυσίες.
Αν θεωρήσουμε ως εύλογο και αληθές το ότι οι Θεοί απαλλαγμένοι από τα πάθη,
και δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε πώς χαίρονται με τους αγαθούς και
απεχθάνονται τους κακούς, οργίζονται με όσους σφάλλουν, και γίνονται επιεικείς
με όσους τους λατρεύουν, πρέπει να πούμε ότι ο Θεός δεν χαίρεται -διότι ό,τι
νιώθει χαρά νιώθει και λύπη -,δεν οργίζεται -διότι πάθος είναι και η οργή -,
και δεν αποδέχεται μέσα από τις προσφορές τη λατρεία -διότι τότε είχε ηττηθεί
από την ηδονή -, και δεν είναι θεμιτό τα ανθρώπινα πράγματα να διατεθούν το
θείο θετικά ή αρνητικά. Αντιθέτως, οι Θεοί είναι πάντα αγαθοί και μόνο ωφελούν.
Δεν βλάπτουν ποτέ, αφού πάντοτε μένουν ως έχουν.
Όταν είμαστε αγαθοί λόγω ομοιότητας με αυτούς, βρισκόμαστε κοντά στους
Θεούς, ενώ όταν γινόμαστε κακοί λόγω ανομοιότητας, απομακρυνόμαστε από αυτούς.
Όταν ζούμε ενάρετα, πλησιάζουμε τους Θεούς, ενώ όταν γινόμαστε κακοί, τους
βλέπουμε ως εχθρούς μέσα μας, όχι επειδή εκείνοι οργίζονται αλλά επειδή τα
αμαρτήματά μας δεν επιτρέπουν στους Θεούς να μας διαφωτίσουν, και μας συνάπτουν
αυτά με τους τιμωρητικούς Δαίμονες.
Αν όμως με προσευχές και θυσίες λυτρωθούμε από τα αμαρτήματά μας, αν
εκπληρώνουμε τα καθήκοντά μας στους Θεούς και αν τους μεταβάλλουμε,
γιατρεύοντας τουλάχιστον την κακία μας με τις τελετές αυτές και την επιστροφή
μας στο θείο, απολαμβάνουμε και πάλι την αγαθότητα των Θεών. Άρα, τομα λέμε ότι
ο Θεός αποστρέφεται τους κακούς είναι σαν να λέμε ότι ο ήλιος κρύβεται από
όσους έχασαν τη όρασή τους.
Γιατί τιμούμε τους Θεούς αφού δεν έχουν ανάγκη από τίποτα.
Από τα παραπάνω λύνεται το ζήτημα που προκύπτει από τις θυσίες και από τις
άλλες τιμές που αποδίδονται στους Θεούς. Διότι το ίδιο το Θείο δεν έχει ανάγκες
και οι τιμές που προσφέρονται είναι για δικό μας όφελος.
Η Πρόνοια των Θεών επεκτείνεται παντού, και χρειάζεται απλώς να γίνουμε
ικανοί να την υποδεχτούμε. Όμως κάθε ικανότητα γεννιέται από τη μίμηση και την
ομοιότητα, γι’αυτό και οι ναοί μιμούνται τον ουρανό, οι βωμοί τη γη, τα
αγάλματα τη ζωή, -γι’αυτό και αναπαριστούν έμψυχα όντα -, οι προσευχές
μιμούνται τη νόηση, τα ιερά σημεία τις άρρητες δυνάμεις εκ άνω, τα βότανα και
οι λίθοι την ύλη, και οι θυσίες ζώων την άλογη ζωή εντός μας.
Οι Θεοί δεν αποκτούν κάτι παραπάνω από όλα αυτά -άλλωστε τι παραπάνω θα
μπορούσε να υπάρχει για τον Θεό -, αλλά εμείς κατακτούμε τη συνάφεια προς
αυτούς.
Περί θυσιών και των άλλων τιμών.
Ότι δεν ωφελούνται οι Θεοί σε κάτι, αλλά οι άνθρωποι.
Αξίζει, πιστεύω, να αναφερθούμε εν συντομία στο ζήτημα των θυσιών.
Καταρχάς, αφού οφείλουμε τα πάντα στους Θεούς, είναι δίκαιο να προσφέρουμε
στους δωρητές τους πρώτους καρπούς των δωρεών τους. Προσφέρουμε τους πρώτους
καρπούς των περιουσιών μας με τα αναθήματα, των σωμάτων μας αφιερώνοντας τα
μαλλιά μας, και της ζωής μας με τις
θυσίες. Έπειτα, οι προσευχές χωρίς τις θυσίες είναι μονάχα λόγια, αλλά οι προσευχές που
συνοδεύουν τις θυσίες είναι έμψυχα λόγια, επειδή ο λόγος ενδυναμώνει τη ζωή και
η ζωή εμψυχώνει τον λόγο. Επιπλέον, η ευδαιμονία κάθε πράγματος είναι η
τελειότητα που του αρμόζει, και η τελειότητα που αρμόζει στο καθετί είναι η
συνάφειά του με την ίδια του την αιτία. Γι’αυτό και εμείς ευχόμαστε να είμαστε
συναφείς προς τους Θεούς.
Αφού όμως η πρώτη ζωή είναι η ζωή των Θεών και η ανθρώπινη ζωή είναι ένα
είδος ζωής, και αφού; Αυτή επιθυμεί να συναφεί με εκείνη απαιτείται ένας
ενδιάμεσος. Διότι εμμέσως συνάπτονται τα πιο απομακρυσμένα πράγματα. Αλλά ο
ενδιάμεσος οφείλει να έιναι όμοιος με εκείνα που συνάπτει. Έπρεπε λοιπόν ο
ενδιάμεσος της ζωής να είναι ζωή. Γι’αυτό θυσιάζουν ζωντανά οι άνθρωποι, και
όσο είναι τώρα ευτυχισμένοι και όλοι όσοι υπήρξαν κάποτε. Και δεν θυσιάζουν
αδιακρίτως αλλά προσφέρουν σε κάθε θεότητα τα σφάγια που της πρέπουν, μαζί με
πολλά άλλα θρησκευτικά καθήκοντα. Και πάνω στο ζήτημα αυτό, αρκούν αυτά.
Ότι από την φύση του είναι άφθαρτος ο Κόσμος.
Είπαμε για τον Κόσμο ότι οι Θεοί δεν θα τον φθείρουν, αλλά μένει να γίνει
λόγος για τον άφθαρτο χαρακτήρα της φύσης του. Πράγματι, ό,τι φθείρεται, είτε
από μόνο του φθείρεται είτε από κάτι άλλο. Αν όμως ο Κόσμος φθείρεται από μόνος
του, θα έπρεπε και η φωτιά να καίει τον ευατό της και το νερό να ξηραίνει τον
εαυτό του. Αν φθείρεται από κάτι άλλο, είναι είτε από κάποιο σώμα είτε από κάτι
ασώματο.
Είναι όμως αδύνατο να φθείρεται από κάτι ασώματο, διότι τα ασώματα όντα,
όπως η φύση και η ψυχή, διαφυλάττουν τα σώματα, και τίποτα δεν φθείρεται από
κάτι που από τη φύση του διαφυλάττει. Από την άλλη, αν φθείρεται από κάποιο
σώμα, είναι είτε από τα όντα είτε από άλλα. Αν πάλι είναι από τα όντα, είτε από
εκείνα που κινούνται σε κύκλο φθείρουν όσα κινούνται σε ευθεία, είτε εκείνα που
κινούνται σε ευθεία φθείρουν όσα κινούνται σε κύκλο.
Όμως ούτε εκείνα που έχουν κυκλική κίνηση έχουν φθοροποιό φύση -αλλιώς,
γιατί δεν βλέπουμε κάτι που να έχει φθαρεί λόγω της κυκλικής του κίνησης; -ούτε
όσα κινούνται σε ευθεία μπορούν να συναντήσουν εκείνα -τότε, γιατί δεν το έχουν
καταφέρει μέχρι τώρα; -αλλά ούτε και όσα κινούνται σε ευθεία μπορούν να
καταστρέψουν το ένα το άλλο. Διότι η φθορά του ενός είναι σε γένεση ενός άλλου,
και αυτό δεν είναι φθορά αλλά μεταβολή. Τέλος, αν ο Κόσμος φθείρεται από άλλα
σώματα, από που προέρχονται αυτά και πού είναι τώρα; Κανείς δεν μπορεί να πει.
Και ακόμη, καθετί που φθείρεται, φθείρεται στο είδος του ή στην ύλη του.
Διότι το είδος είναι το σχήμα, και η ύλη το σώμα. Και αν τα είδη φθείρονται,
ενώ η ύλη παραμένει, βλέπουμε να γεννιούνται διαφορετικά όντα Αν όμως η ύλη
φθείρεται, πώς και δεν έχει εκλείψει εδώ και τόσα χρόνια;
Αν στη θέση της ύλης που φθείρεται γεννιούνται άλλα όντα, αυτά γεννιούνται
είτε από τα όντα είτε από τα μη όντα. Αν όμως γεννιούνται από τα όντα, όπως τα
όντα πάντοτε παραμένουν, έτσι και η ύλη πάντα υπάρχει. Και αν τα όντα
φθείρονται, λέμε πως δεν είναι ο Κόσμος μόνο που φθείρεται, αλλά τα πάντα. Αν η
ύλη γεννιέται από τα μη όντα, είναι καταρχάς αδύνατο να έρχεται κάτι στην
ύπαρξη από τα μη όντα. Αλλά και αν αυτό συνέβαινε και αν ήταν δυνατό να
γεννηθεί η ύλη από τα μη όντα, για όσο θα υπήρχαν τα μη όντα, θα υπήρχε και η
ύλη, διότι ποτέ δεν πεθαίνουν τα μη όντα.
Αν ισχυριστούμε ότι η ύλη παραμένει χωρίς είδος, καταρχάς γιατί το κατηγόρημα
αυτό δεν ισχύει για τα μέρη του κόσμου αλλά για την ολότητά του; Επομένως, δεν
φθείρουν το είναι των σωμάτων αλλά μόνο
την ομορφιά τους.
Ακόμη, καθετί που φθείρεται ή επιστρέφει σε εκείνα από τα οποία γεννήθηκε ή
χάνεται στο μη ον. Αν όμως επιστρέφει σε εκείνα που το γέννησαν, γεννιούνται εκ
νέου διαφορετικά όντα -τότε γιατί αρχικά γεννήθηκες -και αν τα όντα χάνονται
στο μη ον, τι εμποδίζει τον Θεό να πάθει το ίδιο; Αν όμως η δύναμή του τον
εμποδίζει, δεν είναι γνώρισμα του δυνατού να σώζει μόνο τον εαυτό του, και
είναι εξίσου αδύνατο το να γεννιούνται τα όντα από τα μη όντα με το να χάνονται
τα όντα στο μη ον.
Επιπλέον, αν ο Κόσμος φθείρεται, είναι αναγκαίο να φθείρεται είτε κατά τη
φύση είτε ενάντια στη φύση. Αλλά το αντίθετο στη φύση δεν προηγείται της φύσης,
και, αν φθείρεται ενάντια στη φύση, πρέπει να υπάρχει μια άλλη φύση που
μεταβάλλει τη φύση του Κόσμου, πράγμα που δεν φαίνεται να συμβαίνει. Επίσης,
καθετί που φθείρεται κατά τη φύση, μπορούμε και εμείς να το φθείρουμε. Ποτέ
όμως δεν έφθειρε κάποιος ουτε μετέβαλε το κυκλικό σώμα του Κόσμου· μπορούμε να
μεταβάλλουμε τα στοιχεία, αλλά είναι αδύνατο να τα φθείρουμε.
Επιπροσθέτως, ο χρόνος φέρνει την αλλαγή και το γήρας σε καθετί που
φθείρεται. Ο Κόσμος όμως μένει αμετάβλητος εδώ και τόσα χρόνια.
Αφού απαντήσαμε και σε όσους απαιτούν τις πιο ισχυρές αποδείξεις, ευχόμαστε
να είναι επιεικής απέναντι μας ο Κόσμος.
Γιατί εμφανίζονται αθεΐες. Και ότι ο Θεός δεν πλάπτεται.
Και το ότι πράγματι παρατηρούνται εκδηλώσεις αθεΐας σε κάποιες περιοχές της
γης, καθώς και το ενδεχόμενο να εμφανίζονται ανάλογες εκδηλώσεις συχνά στο
μέλλον, δεν αξίζει να απασχολεί τους συνετούς. Επειδή αυτά δεν αγγίζουν τους
Θεούς, όπως άλλωστε φάνηκαν να μην ωφελούνται αυτοί ούτε από τις τιμές, τόσο
λόγω της αδυναμίας της ψυχής, καθότι έχει μέση ουσία, να μένει στον σωστό
δρόμο, όσο και λόγω της αδυναμίας όλου του Κόσμου να απολαμβάνει εξίσου την
Πρόνοια των Θεών.
Αλλά ορισμένες ζώνες μετέχουν εκείνης στην αιωνιότητα, ενώ άλλες στη
χρονικότητα, και ορισμένες πρωταρχικώς, ενώ άλλες δευτερευόντως, όπως και το
κεφάλι αντιλαμβάνεται όλες τις αισθήσεις, ενώ όλο το σώμα μόνο μία.
Ότι οι αποφράδες ημέρες θεσπίστηκαν λόγω του ότι οι άνθρωποι
δεν δύναται πάντοτε να επιτελούν τα
θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Και γι’αυτό, όπως φαίνεται, εκείνοι που καθιέρωσαν τις γιορτές έφτιαξαν
επίσης και τις Αποφράδες μέρες, κατά τις οποίες κάποια ιερά αργούσαν, άλλα
έκλειναν, και από άλλα αφαιρούσαν τον διάκοσμο, για να εξιλεωθεί η αδυναμία της
φύσης μας.
Εξάλλου, δεν είναι απίθανο να είναι η αθεΐα ένα είδος τιμωρίας. Διότι όσοι
γνώρισαν τους Θεούς και τους περιφρόνησαν είναι λογικό να στερηθούν τη γνώση
αυτή σε μια άλλη ζωή. Και όσοι τίμησαν τους βασιλιάδες τους σαν Θεούς έπρεπε να
τιμωρηθούν απομακρύνοντάς τους μακριά από τους ίδιους τους Θεούς.
Γιατί όσοι διαπράττουν αμαρτίες (σφάλματα, αδικήματα)
δεν τιμωρούνται αμέσως.
Δεν πρέπει να απορούμε που οι τιμωρίες των αμαρτημάτων είτε αυτών είτε
άλλων δεν επακολουθούν αμέσως μετά τα αμαρτήματα. Διότι δεν τιμωρούν τις ψυχές
μόνο οι Δαίμονες αλλά και η ψυχή, που παραδίδεται από μόνη της στην τιμωρία,
και αφού οι ψυχές παραμένουν στην αιωνιότητα, δεν θα έπρεπε να τύχουν όλων των
τιμωριών τους σε λίγο χρόνο. Ακόμη, επειδή πρέπει η ανθρώπινη αρετή να υπάρχει.
Διότι αν τα αμαρτήματα ακολουθούνταν αμέσως από τις τιμωρίες τους, οι άνθρωποι
θα έπρατταν το δίκαιο από τον φόβο της τιμωρίας και δεν θα είχαν μέσα τους την
αρετή.
Ότι υπάρχουν διάφορες τιμωρίες.
Και όλες επέρχονται διά του σκιοειδούς σώματος μαζί με την άλογη ψυχή.
Οι ψυχές όμως τιμωρούνται, όταν βγαίνουν από το σώμα· άλλες με το να
περιπλανιούνται εδώ, άλλες σε κάποιους θερμούς ή ψυχρούς τόπους της γης, ενώ
άλλες με το να βασανίζονται από τους Δαίμονες. Και τα υπομένουν όλα αυτά με την
άλογη ψυχή τους, με την οποία και αμάρτησαν. Λόγω αυτής υπάρχει και το
σκιοειδές σώμα (φάντασμα) που βλέπουμε γύρω από τους τάφους, και μάλιστα γύρω
από τους τάφους όσω δεν έζησαν σωστά.
Περί μετεμψυχώσεως.
Και πώς λέγεται ότι οι ψυχές μεταβαίνουν σε άλογες μορφές.
Όσον αφορά τις μετεμψυχώσεις, όταν συμβαίνουν μέσα σε λογικά όντα, οι ψυχές
γίνονται ένα με τα σώματα στα οποία μπάινουν, αλλά όταν συμβαίνουν σε άλογα
όντα, οι ψυχές ακολουθούν απέξω τα σώματα, όπως και ο Δαίμονας που έλαχε στον
καθένα μας να τον ακολουθεί. Διότι δεν θα μπορούσε ποτέ μια λογική ψυχή να
γίνει η ψυχή ενός άλογου όντος.
Ότι είναι ανάγκη η μετεμψύχωσις.
Μπορούμε επίσης να παρατηρήσουμε τη μετεμψύχωση στις εκ γενετής παθήσεις
-γιατί, λοιπόν, άλλοι γεννιούνται τυφλοί, άλλοι ανάπηροι, και άλλοι ακόμη με
την αρρώστια στη ψυχή;- και στο γεγονός ότι, καθώς οι ψυχές εκ φύσεως ασκούν
της λειτουργίες τους μέσα στο σώμα, δεν επιτρέπεται να παραμείνουν αιωνίως
άεργες, όταν βγούν από το σώμα.
Διότι αν οι ψυχές δεν έμπαιναν πάλι σε σώματα, θα έπρεπε κατ’ανάγκη να
είναι άπειρες σε αριθμό ή να δημιουργεί ο Θεός συνεχώς άλλες. Ούτε όμως υπάρχει
κάτι άπειρο στον Κόσμο -γιατί δεν μπορεί να υπάρχει κάτι άπειρο στο
πεπερασμένο- , ούτε είναι πια δυνατή η δημιουργία άλλων ψυχών -γιατί καθετί
μέσα στο οποίο γεννιέται κάτι καινούργιο πρέπει να είναι κατ’ανάγκη και ατελές.
Ο Κόσμος όμως που γεννήθηκε από κάτι τέλειο οφείλει να είναι τέλειος.
Ότι και κατά την διάρκεια της ζωής τους και μετά την τελευτή τους
οι αγαθοί είναι ευδαίμονες.
Οι ψυχές που έζησαν ακολουθώντας την Αρετή, ευδαίμονες, μεταξύ άλλων επειδή
έχουν χωριστεί από την άλογη ψυχή, και καθαρές από την επαφή με κάθε σώμα,
συνάπτονται προς τους Θεούς και συνδιοικούν με εκείνους τον σύμπαντα Κόσμο.
Ακόμη και αν δεν τους συνέβαινε τίποτε από αυτά, η Αρετή και μόνο, η ηδονή
και η δόξα που προέρχονται από την Αρετή, η απαλλαγμένη από τον πόνο και την
υποταγή ζωή θα αρκούσε να κάνει ευδαίμονες εκείνους που επέλεξαν να ζήσουν
σύμφωνα με την Αρετή και που το μπόρεσαν.-
Η απόδοσις των κειμένων είναι από τις εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, Αθήνα 2007,
εκτός από τους τίτλους των Κεφαλαίων (απόδοσις Ιαλυσσού).
....................................................................................................
Η
Τρισυπόστατη Έννοια του Ιερού
Ας εξετάσουμε λοιπόν εν συντομία στον παρόν
αυτό άρθρο μας την τρισυπόστατη έννοια του λήμματος Ίερός και θα κατανοήσουμε πλείστα σημαινόμενα της Ελληνικής
Ιεράς μας Θεολογίας
< Ιερός >
Με το επίθετο αυτό της Ελληνικής γλώσσης ἱερός -ά, -όν επισημαίνεται
σημαντικά:
Α. Ο θεϊκός,
αυτός που βρίσκεται εντός της θεϊκής προστασίας, που εμπνέεται από τον Θεό, o αφιερωμένος
στον Θεό, o άγιος, o ιερός,
σεπτός, αμόλυντος.
Β. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱερόν=ναός, ιερός τόπος |τὰ ἱερά=ο ναός |τὰ ἱερά=προσφορές, θυσίες, ιερές τελετές.
Κατά την Ελληνική Θεολογία ο Θεός αποτελεί
έκφανση εκκωφαντική απολύτου Ισχύος, δηλαδή
Αεί Είναι Θείος-Θεϊκός και λόγω αυτής της αυθύπαρκτης ατελεύτητης Ισχύος του
Δύο μόνο αποσπάσματα από τα εκατοντάδες της
ελληνικής γραμματείας για το θέμα αυτό θα παραθέσουμε προς επίρρωσιν του άνωθεν ετυμολογικού ισχυρισμού
«Θεός: Ον αθάνατο, αυτάρκες ως προς την ευδαιμονία του, αιώνια
ουσία του αγαθού» Πλάτων Όροι 411a
«Ο Θεός είναι Ον αθάνατο, λογικό και τέλειο που δεν επιδέχεται
κανένα κακό και προνοεί για τον κόσμο και όσα βρίσκονται μέσα σε αυτόν»
Διογένης Λαέρτιος 7.147
<Γερός>
Ο γερός ως έννοια πηγάζει κατευθείαν από
την έννοια του ιερός μιας και ο ιερουργός, για να δύναται να ιερεύει, δηλαδή να
χειρίζεται τις ανώτερες αυτές ενέργειες, και με την σειρά του, να επενεργεί
στους παρευρισκόμενους της τελετής αλλά και να δέχεται τις θεϊκές επίνοιες, να
εμφορείται από φυσική, σωματική και πνευματική ισχύ.
Εύλογο όμως καθίσταται το ερώτημα, μα το
ουσιαστικό γέρος που στην ουσία έχει την ίδια ρίζα δεν υποδηλώνει ισχύ αλλά το
αντίθετο. Ο γέρος όμως ετυμολογείται και από το Γη Ερέω πλησιάζω προς την Γή, με εράει, με έλκει αυτή η Γη, εφόσον
πλησιάζει η ωραία ώρα που το σώμα θα τελευτήσει μεν, όμως η ψυχή θα αναπνεύσει αμόλυντο αιθέρα. Στην ελληνική θρησκευτική
παράδοση επειδή το ερέω ενέχει επίσης και την σημασία,του,ρωτώ, ζητώ να μάθω, ερευνώ, εξετάζω («ἐρέων γενεήν τε τόκον τε», Ομ. Οδ.). Ο γέρων, εφόσον βεβαίως ακολουθεί φιλοσοφικό βίο είναι αυτός
που από την σύνολη εμπειρία του στην ζωή πρέπει να είναι σε θέση να μεταδώσει
στους νεότερους την ιερή σοφία του και τότε θα γίνει Γεραρός, Δοξασμένος.
Διαφορετικά, μπορεί και να καταστεί όχι μόνο μη
ιερός αλλά πολλές φορές και μωρός, να
περιπέσει δηλαδή σε μωρία, σε ανοησία, και δεν είναι λίγες οι φορές που μπορεί
να το πάθει τελικώς ζώντας ανεξέταστο βίο. Εάν λοιπόν θελήσει να ερευνήσει, εάν αποζητήσει διακαώς να μάθει σε όλη την ζήση του τις ποιότητες και τις ιδιότητες των
Θεϊκών κόσμων τότε μονάχα θα καταστεί Ιερός Γέρων.
<Ιέραξ>
Εκ του επιθέτου ιερός προέρχεται και η λέξη ιέραξ, ίρηξ, το γεράκι
ιέραξ < ἵεμαι – ἱερός εδώ έχουμε και το ρήμα ἵεμαι < μέση-παθητική φωνή του ρήματος ἵημι
(Α) κινώ, βάζω
κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.)
(Β) στέλνω,
αποστέλλω, ιέναι απαρεμφατο του ἵημι κάθε τι δηλαδή που αποστέλλουν οι Θεοί ή οι άνθρωποι προς τους Θεούς
Εξ αιτίας αυτής της πραγματικά ορμητικής
επαφής των Θεών με τους ανθρώπους, μιας και οι Θεοί Θέουν κινούνται ορμητικά, το σύμβολο του
γερακιού είναι ένα από τα σημαντικότερα κατά τις
οιωνοσκοπίες, τις φανερώσεις του Θείου, και είναι αυτές
οι πτητικές ορμητικές κινήσεις όπου μελετώντας τες οι ιερείς μας λάμβανουν τα μηνύματα των Θεών.
Η ερμηνεία του
πετάγματος των πουλιών ήταν τόσο διαδεδομένη, ώστε το όνομα του πουλιού «όρνις» σήμαινε «οιωνός». Ο Αριστοφάνης με τα λογοπαίγνιά του στους «Όρνιθες» αναδεικνύει τη διττή σημασία της λέξης όρνις –
οιωνός. Γενικότερα οι ιερείς παρατηρούσαν την κατεύθυνση που πετούσαν τα πουλιά, το ύψος, αλλά και τον τρόπο πετάγματός τους και εξηγούσαν τα θεϊκά αυτά
σημάδια. Άλλωστε, σημαντικοί μάντεις της αρχαίας εποχής που αναφέρονται στον Όμηρο, όπως ο Κάλχας (Έλληνες) και ο Έλενος (Τρώες) ήταν περίφημοι για την ικανότητά τους στην ερμηνεία αυτών των
Θεϊκών Ισχυοφανειών των Θεών.
Ο Ιέραξ επίσης
είναι και ένα από τα ιερά πουλιά του Απόλλωνος στην Ιλιάδα στο Ο 237-8
παρουσιάζεται να «αφήνει την κορυφή της Ίδης και κατεβαίνει στο
πεδίο της μάχης ιρηκι
εοικως ωκέϊ φασσοφόνωι» ομοιάζοντας με
γεράκι γρήγορο, με γεράκι που σκοτώνει φάσσες, αγριοπερίστερα.
Ενώ στην
Οδύσσεια ο μάντης Θεοκλύμενος ακολουθεί τον Τηλέμαχο από την Πύλο στην Ιθάκη, και στην καλύβα του Εύμαιου ο Τηλέμαχος
εύχεται ο Ευρύμαχος “Μα αυτά μονάχα ο κάτοικος του Ολύμπου, ο Δίας, τα ξέρει, αν θα
τους φέρη την κακή τη μέρα πριν το γάμο. » παρουσιάζεται το εξής σημάδι :
«καθώς μιλούσε πέταξε δεξιά ένα γεράκι,
μαντατοφόρος γρήγορος του Απόλλωνα,
ένα αγριοπερίστερο
μαδούσε με τα νύχια του
σκορπώντας τα φτερά της
στο χώμα, στον
Τηλέμαχο και στο
καράβι δίπλα.
Τότε ο Θεοκλύμενος του είπε :
«Δεξιά μας δεν επέταξε χωρίς θεός να θέλει
το γεράκι,
Τηλέμαχε, το βλέπω για σημάδι.
Γενιά
βασιλικότερη δεν έχει απ’ την δική σας
στη χώρα της Ιθάκη,
εσείς την δύναμη κρατάτε. »
Ο 525 -534
Ας δούμε όμως, κατά το πέρας, ποιος ήταν
πραγματικά ο Ιέραξ στην Ιερά μας μυθολογία πριν μεταμορφωθεί σε πτηνό, το απόσπασμα αυτό από Λατίνο Αντωνίνο Λιβεράλης, Μεταμορφώσεις 3 είναι
αποκαλυπτικό:
“Στη χώρα των Μαριανδυνών ζούσε ο Ιεράξ,
ένας άνθρωπος δίκαιος και επιφανής. Αυτός ίδρυσε ιερά στη Δήμητρα και έλαβε
άφθονους τους καρπούς της. Αλλά όταν οι Τεύκροι παρέλειψαν από αμέλεια να
κάνουν θυσίες στον Ποσειδώνα στην κατάλληλη εποχή, ο θεός θύμωσε και κατέστρεψε
τους καρπούς της θεάς. Και έστειλε εναντίον τους ένα τεράστιο κήτος από τη
θάλασσα. Μην μπορώντας να αντέξουν το κήτος και την πείνα, οι Τεύκροι έστειλαν
μήνυμα στον Ιέρακα, παρακαλώντας τον να τους σώσει από την πείνα. Εκείνος τους
έστειλε σιτάρι και άλλα τρόφιμα. Ο Ποσειδώνας, εξαγριωμένος με τον Ιέρακα για
την κατάλυση των προνομίων του, τον μετέτρεψε σε ένα πουλί που μέχρι σήμερα ονομάζεται
Ιέραξ. Κάνοντάς τον να εξαφανιστεί, άλλαξε και τον χαρακτήρα του. Αυτόν που
είχε αγαπηθεί πάρα πολύ από τους ανθρώπους τον έκανε τον πιο μισητό στα πουλιά.
Αυτόν που είχε σώσει πολλούς ανθρώπους από το θάνατο τον μετέτρεψε σε σφαγέα
πολλών πουλιών”.
Ο Ιέραξ δηλαδή είναι το σύμβολο του
ταχυπετούς διανοητικά Ιερέως του ορμητικού εκείνου μυσταγωγού όπου καθαιρόμενος
από τα ορμητικά και ταχύβολα ηλιακά βέλη του
καθάρσιου Απόλλωνος είναι σε θέση να προσφέρει στους ανθρώπους την γνώση του μυστηριακού εκείνου ορίζοντος της Θεάς Δήμητρος, αφού, η
πείνα των ώριμων ψυχών προς ανωθεική έκλαμψη μπορεί μόνο να κορεσθεί από την ουσίωση, την πνευματική δηλαδή βρώση του καρπού του ελευσίνιου
στάχεως και τότε μόνον μπορεί να καταστεί ικανή να επιτύχει την διέλευση προς
τους ανώτερους κόσμους.
Μπουσίου Ιω.
Παρμενίδης
.....................................................................
No comments:
Post a Comment